Κριτική για την παράσταση "Ευτυχείτε! ή 2 εύθυμες ιστορίες για ανθρώπους που δεν ξέρουν να μιλούν"

Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Δύο μονόπρακτα βασισμένα στα «Τα αγαπημένα μας τραγούδια» και «Δουλεύοντας στο σπίτι» του Franz Xaver Kroetz που αποτυπώνουν το χάος της καθημερινής ζωής.

Ο Kroetz περιγράφει την απρόσωπη σύγχρονη ζωή μας,  ζωή ανθρώπων, που δε ξέρουν να μιλούν, δε μπορούν να επικοινωνούν σωστά. Ο λόγος έχει καταρρεύσει. Διαπιστώνουμε την αμείλικτη μοναξιά, που και στις δύο περιπτώσεις καταλήγει σε έγκλημα.

Το έγκλημα αφορά κυρίως τον ίδιο τον άνθρωπο, που δεν μπορεί να στηρίξει τον εαυτό του, ούτε και κανέναν άλλον, που έχει ξεχάσει να αγκαλιάζει, να ερωτεύεται να αγαπιέται πραγματικά. Αποτέλεσμα, η ανικανότητα αυτή να τον οδηγεί στην καταστροφή του.

Η σκηνή είναι χωρισμένη σε δύο σπίτια με διαφορετικό χαρακτήρα. Στο ένα διαδραματίζεται η ιστορία μιας μοναχικής γυναίκας, ενώ στο δεύτερο η ζωή ενός ζευγαριού.

Στο πρώτο μονόπρακτο η Άντρια Ράπτη   υποδύεται την  Φρόιλαιν  Ρας, ηρωίδα  του  έργου  του  Φραντς  Ξαβιέρ Κρετς   Wunschkonzert,  μια  μεσήλικη  γεροντοκόρη, απορροφημένη  από μια  ζωή  αφιερωμένη   στην  εργασία της.  Από την ώρα που μπαίνει στο σπίτι της οι κινήσεις της είναι αυτοματοποιημένες. Είναι παιδευμένη στο τέλμα μιας καθημερινότητας, έχει μια «τακτοποιημένη»  ζωή,  μέσα στην  μικρή  φωλιά  της, στοιχειωμένη από φαντάσματα και σκέψεις και εν τέλει  αποφασίζει  να  τερματίσει  τον  ανούσιο, κενό από οποιαδήποτε ζωντανή παρουσία, βίο της.

Είναι απόμακρη. Κοιτά έξω από τη σκηνή προς τους θεατές, υποτίθεται την απέναντι πολυκατοικία και το βλέμμα της κατά διαστήματα κρεμιέται σε κάτι ενδιαφέρον, που συμβαίνει κάπου εκεί έξω για να ξεθυμάνει γρήγορα και αυτή η περιέργεια και να επανέλθει στη ρουτίνα της.

Είναι ψυχαναγκαστική και υποχόνδρια.  Μένει μέσα σε μια  γκαρσονιέρα, κλουβί. Κάθε τόσο το βλέμμα της ηθοποιού βαραίνει και κάτι σκοτεινό δείχνει να περνά από το μυαλό της, ίσως κάνοντας μικρούς απολογισμούς ζωής. Εξαιρετική η αλλαγή στο  βλέμμα της ηθοποιού, Άντριας Ράπτη  με βαθιά εσωτερική επεξεργασία. Ανάσα ζωής η φωνή του Κωστάλα από την εκπομπή στο ραδιόφωνο.  Κατάλληλη επιλογή καθώς ξυπνά μνήμες στους περισσότερους θεατές.

«Σκοτεινιάζει … γερνάς και σκοτεινιάζει…»

Αναρωτιέται ο εκφωνητής πού είναι η αγάπη, ενώ μια ακροάτρια αφιερώνει στον αγαπημένο της. Ακολουθεί το The winner takes it all, η ηρωίδα στρίβει τσιγάρο και είναι τόσο αδέξια, σαν πίθηκος που προσπαθεί να καπνίσει. Της μένει το φίλτρο στο στόμα και εντέλει το παρατά. Ξεφυλλίζει κατάλογο με προϊόντα σημειώνει ό, τι  την ενδιαφέρει. Ακούγεται η  Μαντουβάλα  με το Στέλιο Καζαντζίδη και χορεύει. Ένδειξη ότι έχει,  ή είχε ένα ερωτικό βάσανο και καημό. Στο χορό την αγκαλιάζουν τα μανίκια του κρεμασμένου της παλτού.  Σκοτεινιάζει πάλι το βλέμμα της. Ακολουθεί το τραγούδι με τη λαμπερή φωνή της Doris Day. Της ξεφεύγει μια κραυγή και το λιγοστό φως ξαναχάνεται από το πρόσωπό της.

Το επόμενο τραγούδι  είναι  το  «Κυριακή Εκδρομή» με τον Κωστή Μαραβέγια. Αυτή η αίσθηση ανεκπλήρωτου, που βιώνει την οδηγεί  σε μια δυνατή κραυγή απόγνωσης, ίσως γιατί εκείνη έχασε τις εκδρομές με φίλους και δε προχώρησε στη ζωή. «Η ζωή είναι μικρή και δε ξέρεις γιατί μεγαλώνεις και φεύγεις» λέει το ραδιόφωνο.  Η ηρωίδα χτυπά τα έπιπλα και χαλά την τάξη που με τόση επιμέλεια φρόντιζε.

Βγάζει και συμπληρώνει τα κομμάτια ενός παζλ  που λείπουν, ποτέ όμως καθώς φαίνεται δε μπόρεσε να συμπληρώσει αυτό της ζωής της.

«Το παράπονο» σε στίχους Οδ. Ελύτη και μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου με την Ελευθερία Αρβανιτάκη πυροδοτεί το τέλος.«…Σαν να `μουν άλλος κι όχι εγώ μες στη ζωή πορεύτηκα»

Αφού τελειώσει το παζλ ,συγυρίσει, ξαπλώνει αλλά πώς να μπορέσει να κοιμηθεί; Σηκώνεται, κάθεται μπροστά στο παράθυρο και αρχίζει να πίνει τα χάπια της. Μπροστά στην αδιαφορία της πόλης βάζει τέρμα στη ζωή της.

Στη συνέχεια για το  «Δουλεύοντας στο σπίτι», στο διπλανό μέρος της σκηνής, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας,  ένα ζευγάρι, που ζει  τη δική του «ευτυχία», παρόμοια με τη δικιά μας, ανταλλάσουν ελάχιστες κουβέντες και έχουν αποβάλει από τη σχέση τους κάθε ίχνος τρυφερότητας και στοργής. Αυτός, ο Βίλλυ, Γιάννης Στόλλας, «εργάζεται» από το σπίτι διαχωρίζοντας σπόρους, πάνω σε ένα γραφείο με ένα σωρό ποτήρια καφέ που κανείς ποτέ δε μαζεύει, πίνει καφέ και καπνίζει. Εκείνη καθαρίζει σπίτια, γυρνά ξεθεωμένη, πετά τα παπούτσια, για να την υποδεχθεί με την ερώτηση «τι θα φάμε;» Εκείνη καταπονημένη είναι ανίκανη να κάνει οποιαδήποτε δουλειά στο δικό της σπίτι. Αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτα και έχει και το νου του στο σεξ. Εκείνη τον απωθεί.  Του δηλώνει ότι είναι έγκυος, έχει αποφασίσει να το γεννήσει και να το δηλώσει αγνώστου πατρός ώστε  να το δώσει σε κάποιον Αμερικανό για υιοθεσία. Γελούν και οι δύο με την ιδέα.

Αυτή η μεταφορά της δυστυχίας στον άλλο, στο παιδί που  θα γεννηθεί και στη ζωή του είναι τραγική, γιατί δεν αναγνωρίζει κανείς τις συνέπειες. Όλοι ζουν επιφανειακά.

Η  ηθοποιός  Άντρια Ράπτη, που πριν λίγο ήταν η αυτοκτονική μοναχική γυναίκα, τώρα είναι η σύντροφος ενός τυχοδιώκτη, όμοια με εκείνον, ζει επικινδύνως με παράλληλες σχέσεις, που κάποιες φορές έχουν και «δυσάρεστες συνέπειες», έχει ύφος λαϊκής γυναίκας, που κακοποιεί το σώμα της, είναι συχνά υπό την επήρεια αλκοόλ, γεννά ένα, πριν ακόμα έρθει στον κόσμο, κακοποιημένο παιδί, φέρνει στο κόσμο μια δυστυχία, ένα νεογέννητο που κλαίει ασταμάτητα, το εγκαταλείπει στο Βίλλυ και φεύγει ζητώντας καταφύγιο στη πατρική εστία. Εκείνος ανίκανος να συντηρήσει τον εαυτό του, οδηγείται χωρίς σκέψεις και αναστολές στο έγκλημα.

Οι ερμηνείες είναι αξιόλογες και από τους δύο ηθοποιούς, καθώς ο ένας δίνει πάτημα στον άλλο για να εμβαθύνει και να αποδώσει τον κυνισμό και τον αμοραλισμό που διέπει τη ζωή τους. Πολύ σημαντικές οι σιωπές τους που υποδηλώνουν την κενότητά τους, την έλλειψη επικοινωνίας τους και το «χάσιμο» του καθενός. Γελούν δυνατά αντί να κραυγάζουν για το έγκλημα που έχουν διαπράξει στον εαυτό τους.

Γροθιά στο στομάχι το κείμενο του Φραντς  Ξαβιέρ Κρετς (Franz Xaver Kroetz). Σπάει την εξωραϊσμένη απεικόνιση που η κοινωνία φιλοτεχνεί για τον εαυτό της, και καλεί το θεατή να αναλάβει την ευθύνη του.

Τα σκηνικά  του  Χρήστου Χαρίση είναι προσαρμοσμένα στις δύο διαφορετικές καταστάσεις. Λευκά και τακτοποιημένα για τον ψυχαναγκασμό της πρώτης ηρωίδας και χαοτικά ακατάστατα στη δεύτερη ιστορία.

Τα κοστούμια της Μίκας Πανάγου  επίσης ακολουθούν τις  ανάγκες του κειμένου. Η ηθοποιός στο πρώτο μέρος έχει συντηρητικό ντύσιμο, προσεγμένο όμως, ενώ στο δεύτερο είναι έξαλλο και  προκλητικό. Ο Βίλλυ, έχει ένα ατημέλητο ντύσιμο και στυλ.

Η επιλογή της μουσικής, Χρήστος Χαρίσης στην πρώτη ιστορία και η επιλογή της φωνής του Κωστάλα,  ακούμπησε  χορδές μνήμης για το ελληνικό κοινό, η ροκ δυνατή μουσική του δεύτερου μέρους, απέδωσε ακριβώς την κρίση του Ανθρώπου και των αξιών του.

Πρόκειται για ένα σύγχρονο έργο με μια μετρημένη και πολύ πιστή στο κείμενο σκηνοθεσία της  Βίκυς Βολιώτη.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ