Επιμέλεια: Λιγνού Μαργαρίτα
Μαργαρίτα Λιγνού: Η ιστορία του θεάτρου στον τόπο μας σίγουρα θα ήταν πιο φτωχή χωρίς τις αμέτρητες ώρες σκηνικής πτήσης των τριών σας, καθώς μιλάμε για σπουδαίους ηθοποιούς: εσάς, κύριε Κώστα Αρζόγλου, τον Χρήστο Βαλαβανίδη και τον Πάνο Σκουρολιάκο, που φέτος μας συστήνεστε ως «Ήρωες». Πείτε μας λίγα λόγια…
Κώστας Αρζόγλου: Νομίζω ότι αυτή η παράσταση είναι η περιούσια του θεάτρου «Από μηχανής» και η συνεύρεση των τριών μας δεν είναι απλά μια συνεύρεση τριών επωνύμων ηθοποιών, είναι και κάτι άλλο πάρα πολύ σημαντικό. Για μένα, αυτή είναι η περιούσια. Δηλαδή, δεν είναι ο Αρζόγλου, συν ο Βαλαβανίδης, συν ο Σκουρολιάκος. Δεν είναι απλά συν, είναι ο Αρζόγλου, επί ο Βαλαβανίδης, επί ο Σκουρολιάκος. Αυτό είναι που δημιουργεί την χημεία και την αγάπη που υπάρχει. Αυτό μας κάνει ένα «γινόμενο» πάρα πολύ σημαντικό και είναι «χρυσό γινόμενο»!
Μ. Λ.: Που κατευθύνεται προς το άπειρο;
Μ. Λ.: Όπως μου είπατε και προχθές, το κείμενο κινείται, είναι κάτι που δεν το είχα σκεφτεί ποτέ, η αλήθεια είναι. Και έτσι όπως το μελέτησα, σκέφτηκα ότι παίρνουμε ένα κείμενο και το φέρνουμε στα μέτρα μας, από όποια πλευρά και αν το δούμε: από σκηνοθετική, από υποκριτική, από τη ματιά των θεατών. Θα ήθελα να μου το αναλύσετε περισσότερο.
Κ. Α.: Να ξεκαθαρίσω ότι η σκηνοθεσία είχε μηδαμινή παρέμβαση. Αυτό που έγινε ουσιαστικά είναι το ότι καταλάβαμε τις καταστάσεις, ακολουθώντας τες. Το αποτέλεσμα είναι το ότι κινούμαστε συναισθηματικά σε κάποια τοπία, τα οποία είναι ανήκουστα και απροσδόκητα για το κοινό. Δηλαδή, όταν πάει κανείς σε μία κωμωδία, ξέρει τι θα δει. Πάει προετοιμασμένος να γελάσει, είτε πολύ, είτε λιγότερο. Όταν πάει κάποιος σ’ ένα δράμα, πάει προετοιμασμένος ψυχικά να κλάψει και, κατά συνέπεια, να συγκινηθεί. Σε εμάς αυτό που συμβαίνει, και αυτό είναι το ιδιαίτερο της παράστασης, είναι ότι ανοίγει τόσο πολύ η ψυχή του ανθρώπου, του κοινού που μπορεί να κινείται εύκολα και στο μεν και στο δε, γιατί ουσιαστικά η ζωή είναι έτσι: κινείται μεταξύ σοβαρού και αστείου…
Μ. Λ.: Δράματος και κωμωδίας θα πω για την εποχή που ζούμε…
Κ. Α.: Αποφεύγω να χρησιμοποιήσω αυτή τη φράση, γιατί οι άνθρωποι λένε ότι η ζωή είναι λίγο κωμωδία και λίγο δράμα. Νομίζω ότι είναι πάρα πολύ σημαντική αυτή η ψυχική κίνηση του κοινού. Κάθε φορά που τελειώνει η παράσταση, είμαι πάντα προετοιμασμένος για φωτογραφίες έξω από το θέατρο στον πεζόδρομο. Και αυτό που λαμβάνω από τους θεατές είναι ότι τους συγκινήσαμε ή ότι γελάσαμε με την καρδιά μας… Αυτό που άκουσα από μια κυρία τις προάλλες ήταν κάτι που δεν έχω ακούσει 60 χρόνια τώρα ποτέ στο θέατρο… «Μας κάνατε ο,τι θέλατε».
Μ. Λ.: Πολύ ωραία έκφραση!!!
Κ. Α.: Καταπληκτικό!!! Εγώ συγκινήθηκα και λέω: πετύχαμε.
Μ. Λ.: Αυτό είναι αλήθεια, γιατί ήταν τόσο αληθινές οι ερμηνείες σας, που πραγματικά λέγαμε: τώρα είναι αλήθεια αυτό που ζούμε ή είναι πράγματι υποκριτική πάνω στο σανίδι; Δε σας κρύβω ότι και εμείς ταλαντευτήκαμε.
Μ. Λ.: Επίσης, θεωρώ ότι η εξέλιξη του ελληνικού θεάτρου τα τελευταία χρόνια, αλλά και της τηλεόρασης, έχει διαφοροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν. Η δική σας γνώμη ποια είναι;
Κ. Α.: Κοιτάξτε, νομίζω ότι γίνονται πάρα πολύ σπουδαία πράγματα τα τελευταία χρόνια και ότι προσπαθούν να βρουν την ανταπόκριση του κοινού τους. Πολύ σπουδαία πράγματα σε μία κατεύθυνση. Ας πούμε, το ένα είναι στη δραματική κατεύθυνση, το άλλο εικαστική. Παίζει πάρα πολύ μεγάλη επιρροή η δύναμη του σώματος και της ενέργειας, αξίες που στο παλαιότερο θέατρο υπήρχαν μόνο εμπειρικά. Εδώ είναι στόχος πια! Αυτή είναι μία νέα γλώσσα. Θα τολμούσα να πω είναι μία νέα πίστα, όπως λένε οι νεότεροι, ένα νέο επίπεδο, που μάλλον θα οδηγήσει σε κάτι πάρα πολύ αισιόδοξο. Επίσης, στην Ελλάδα υπάρχει κάτι άλλο. Όταν ξεκίνησα εγώ, υπήρχαν 39-40 περίπου θέατρα. Αυτή τη στιγμή, είναι 220 και οι παραγωγές είναι περίπου 1.200 μόνο το χειμώνα, συν 200 το καλοκαίρι. Χάνεται λίγο αυτό που μου λείπει εμένα προσωπικά, χάνεται το κάθε ανέβασμα έργου, που παλαιότερα ήταν ένα γεγονός!
Μ. Λ.: Οπότε, μιλάμε για ένα restart, δηλαδή για τη μετά κορωνοϊού εποχή ή ME TOO εποχή.
Κ. Α.: Μετά κορονωϊού εποχή, που συμπαρασύρει και το ME TOO. Αλλά δε μπορούμε να το προσδιορίσουμε, όπως στη θρησκεία: προ Χριστού και μετά Χριστόν. Ορόσημο είναι το μετά COVID.
Μ. Λ.: Κατασταλτικός παράγοντας ο κορωνοϊός στις ζωές μας και στην τέχνη.
Κ. Α.: Ναι, αυτή η σιωπή μερικών χρόνων και το κλείσιμο στα σπίτια, μας εκτίναξε τα πράγματα σαν σούστα, μόλις απελευθερώθηκαν.
Μ. Λ.: Έχω ακριβώς την ίδια άποψη. Νομίζω ότι βλέπαμε και πολύ επιδερμικά πράγματα και μετά είδαμε άλλου είδους παραγωγές. Εμείς ως δημοσιογράφοι προσπαθούμε να δούμε όσα περισσότερα μπορούμε. Δυστυχώς, δεν καταφέρνουμε να παρακολουθήσουμε ούτε το ένα τρίτο αυτών των παραγωγών που ανεβαίνουν. Ενώ θέλουμε πάρα πολύ, δεν έχουμε τη δυνατότητα λόγω έλλειψης χρόνου και καθημερινότητας.
Κ. Α.: Επίσης, ένα χαρακτηριστικό της Ελλάδας που ίσως δεν ισχύει σε άλλες χώρες είναι ότι τα θέατρα και τα θεατράκια είναι πια σαν τα περίπτερα. Είναι πολύ μεγάλη πληθώρα μέσα στο γίγνεσθαι. Το ότι το θέατρο παρεμβαίνει πολιτειακά είναι επίσης σωστό, θα λέγαμε, γιατί είναι η φωνή του κοινού. Έστω κι αν είναι 100 άτομα στην πλατεία, αυτό είναι μία επιρροή επάνω στα 100 άτομα: 100 σήμερα, 100 αύριο, 100 μεθαύριο. Μαζεύονται πάρα πολλά.
Μ. Λ.: Αυτό που λέτε τώρα μου θυμίζει αυτό που λέω στα παιδιά μου: να διαφοροποιούνται, γιατί η μονάδα φτιάχνει το σύνολο. Ένας-ένας θα κάνουμε τη διαφορά.
Κ. Α.: Ναι, ακριβώς. Διαμορφώνεται μία άλλη κοινή γνώμη.
Μ. Λ.: Έχετε καλλιτέχνες που θαυμάζετε και θεωρείτε ότι έχουν επηρεάσει τη δουλειά σας; Θέλετε να μας αναφέρετε;
Κ. Α.: Ναι, ναι!!!
Μ. Λ.: Θέλετε να μας αναφέρετε;
Κ. Α.: Ο Ορέστης Μακρής, ο Τάκης Χόρν, που τον είχα και δάσκαλο. Δεν πρέπει να παρεξηγούνται πολλοί Έλληνες. Ο Λογοθετίδης είναι μία μεγάλη ιστορία και μπορεί να πάρει κανείς χιλιάδες μαθήματα από αυτόν. Είναι μάθημα, ο άνθρωπος δεν είναι απλά ηθοποιός. Ο Ντάστιν Χόφμαν (Dustin Hoffman) είναι μια φοβερή περίπτωση, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο (Robert De Niro). Θαυμάζω επίσης και τη Μέριλ Στριπ (Meryl Streep).
Μ. Λ.: Έχετε συνεργαστεί επίσης με την Μελίνα Μερκούρη και με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Κ. Α.: Με τη Μελίνα έχω παίξει σε μία κινηματογραφική ταινία, που έπαιζε εκείνη και η Έλεν Μπέρστιν, «Κραυγή γυναικών». Αλλά μετά γίναμε φίλοι ιδιωτικά πια και με το Ζυλ Ντασέν. Όσον αφορά στον Ζυλ Ντασέν, μετά τον Βολανάκη και τον Βουτσινά, με τους οποίους έχω δουλέψει, σφράγισε κι αυτός τη ζωή μου και την αντίληψή μου για το θέατρο. Θα σας μεταφέρω έναν διάλογο μεταξύ εμού και του Ζυλ Ντασέν. Μου αποκρίθηκε κάποια στιγμή, ρωτώντας με αν σκηνοθετώ και απαντώντας του «ναι», με ρώτησε αν ξέρω ποιος είναι ο καλός σκηνοθέτης. Του λέω «αυτός που έχει περισσότερη φαντασία και μπορούν οι ηθοποιοί του να τη κάνουν πράξη». Όχι, μου απαντά, «αυτός που ξέρει να αποσύρεται».
Μ. Λ.: Μεγάλη κουβέντα! Πραγματικά.
Κ. Α.: Είναι όπως μαθαίνεις ένα παιδί να κολυμπάει και κάποια στιγμή τραβάς τα χέρια σου και το αφήνεις να κολυμπήσει μόνο του. Ο καλός σκηνοθέτης, λοιπόν, είναι αυτός που ξέρει να αποσύρεται και να τραβά τα χέρια του.
Μ. Λ.: Και από εκεί και πέρα να έχει την ικανότητα ο άνθρωπος, που έχει απέναντί του, αλλά και την αντίληψη να αποδώσει στον καλύτερο δυνατό βαθμό αυτό που θα του έχει δώσει ο σκηνοθέτης.
Κ. Α.: Κατ' εμέ, είναι πράγματι ο άνθρωπος, που μπορεί είτε με κραυγές, είτε με χάδια, είτε με ανέκδοτα, είτε με μαγειρικές να βγάλει, να πλησιάσει πολύ, κάτι που ο ηθοποιός δεν θα μας πει ποτέ, γιατί είναι εντελώς δικό του. Και σ’ αυτό το σημείο, ο σκηνοθέτης, αφού καταφέρει αυτή τη διείσδυση, θα λέγαμε, πρέπει να ξέρει να αποσύρεται.
Μ. Λ.: Να ανασύρει εκ των έσω του ηθοποιού αυτό που πρέπει να αποδώσει.
Κ. Α.: Ναι, και που δεν το υποψιάζεται ούτε καν ο ηθοποιός. Το έχω ζήσει αυτό και με τον Βολανάκη και με τον Βουτσινά και με άλλους σπουδαίους σκηνοθέτες.
Μ. Λ.: Γι΄ αυτό ήταν και σπουδαίοι…
Μ. Λ.: Ως ιδρυτικό μέλος του Ελεύθερου Θεάτρου το 1970, ποιες επιρροές και αξίες θεωρείτε ότι φέρατε στην ομάδα; Και επίσης, πιστεύω ότι έχουμε ανάγκη μια τέτοια μορφή θεάτρου στις μέρες μας. Ποια είναι η δική σας γνώμη;
Κ. Α.: Ναι, έχουμε ανάγκη, αλλά ας το αφήσουμε να γεννηθεί πρώτα. Ακόμα εγκυμονεί μια άλλη κατάσταση. Μην ξεχνάμε ότι το «Ελεύθερο θέατρο», με τα φτωχά μέσα, που διέθετε τότε στο Άλσος Παγκρατίου, έκανε μία τομή στο ελληνικό θέατρο. Δηλαδή, ήταν περίπου 100 οι άνθρωποι οι οποίοι συνεργάστηκαν με το «Ελεύθερο θέατρο» και το πότισαν αρκετά. Σήμερα, αν υπολογίσει κανείς, είναι πάνω από το μισό ελληνικό θέατρο, που είναι πρώην μέλη του Ελεύθερου Θεάτρου.
Μ. Λ.: Αυτή την άποψη έχω κι εγώ: φτωχό στα μέσα, αλλά από την άλλη πλούσιο σε αξίες. Και οι αξίες, νομίζω, ότι είναι υπεράνω των πάντων.
Κ. Α.: Ναι, πράγματι!!!
Μ. Λ.: Το λέω από την άποψη ότι έχουμε ανάγκη από μία τέτοιας μορφής θεάτρου, γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι ο καλλιτεχνικός χώρος έχει τέτοια δύναμη, που μπορεί να διαφοροποιήσει πολλά πράγματα στην καθημερινότητα των ανθρώπων, που βρίσκονται σε ένα τέλμα. Γιατί η αλήθεια είναι ότι αυτήν την περίοδο υπάρχει ένα τέλμα στην κοινωνική πρόοδο.
Κ. Α.: Και κάτι άλλο να παρατηρήσουμε που ίσως είναι σημαντικό. Ξέρετε, οι άνθρωποι που δεν ήταν στο Ελεύθερο Θέατρο ποτέ ή πέρασαν ξυστά και επιφανειακά από το Ελεύθερο Θέατρο είναι οι άνθρωποι που σήμερα τσακώνονται στα δικαστήρια. Δικάζονται, είναι θύματα. Δηλαδή όλος αυτός ο κόσμος των θυμάτων δεν έχει ποτιστεί από τις αξίες του Ελεύθερου Θεάτρου.
Μ. Λ.: Γιατί τότε υπήρχαν άλλα ιδεώδη. Ήταν πιο ελεύθερα πνεύματα οι άνθρωποι και βεβαίως και οι καλλιτέχνες με την επιρροή, που υπήρχε από την υπάρχουσα πολιτική κατάσταση.
Κ. Α.: Ναι, ναι, συμφωνώ απόλυτα.
Μ. Λ.: Έχετε σπουδάσει στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και παράλληλα έχετε κάνει και τις σπουδές σας στη Φιλοσοφική σχολή.
Κ. Α.: Μπήκα στη σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και αποφοίτησα από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Βασιλικό λεγότανε τότε…
Μ. Λ.: Τελειώσατε τις σπουδές σας στη Φιλοσοφική σχολή;
Κ. Α.: Δεν την τέλειωσα…
Μ. Λ.: Σας κέρδισε το θέατρο;
Κ. Α.: Θα σας πω κάτι, δεν είναι δικό μου. Η κόρη μου το έχει πει: «Μπαμπά, σε μία εβδομάδα έχω μάθει όσα θα έκανα ένα χρόνο να τα μάθω».
Μ. Λ.: Πρέπει να υπάρχει και η στόφα, όμως, για να μπορείς να το κάνεις αυτό, δεν είναι εύκολο για όλο τον κόσμο.
Κ. Α.: Ε, βέβαια. Όταν όμως έχεις δασκάλους όπως την Κατίνα Παξινού, τον Άγγελο Τερζάκη, τον Χόρν, το Στέλιο Βόκοβιτς, που δεν τον ξέρει ο κόσμος, αλλά είναι πολύ σπουδαία περίπτωση, διαμορφώνεσαι ανάλογα κι εσύ στο θέατρο και είναι και το timing. Ζητώ συγγνώμη για τη ξένη λέξη, αλλά δυστυχώς έχουμε χάσει τη δική μας. Ανακάλυψα και έχω επηρεαστεί από το εξής: το timing που λέμε, είναι το ωραίον, αυτό που λέμε είναι στην ώρα του. Εμείς έχουμε συνηθίσει να λέμε «ωραία ή ωραίο» για μία κοπέλα ή ένα αγόρι που είναι στο εξώφυλλο του Playboy.
Μ. Λ.: Καταλαβαίνω απολύτως πώς το λέτε, έχουνε χάσει την οπτική μας και την καλή οπτική μας για τη ζωή.
Κ. Α.: Όταν θέλουμε να μιλήσουμε για την ωραιότητα, θα έπρεπε να λέμε το «εύμορφο» ή αλλιώς το «όμορφο».
Μ. Λ.: Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική γλώσσα είναι τόσο πλούσια, που μπορεί να διαφοροποιήσει τα λεγόμενά σου, απλά αλλάζοντας μία λέξη και μόνο.
Μ. Λ.: Έχετε ασχοληθεί με τα κοινά στο δήμο Πετρούπολης. Το φεστιβάλ Πέτρας ήταν πολλά χρόνια υπό τη δική σας εποπτεία. Τι έγινε και τα αφήσατε όλα αυτά στο παρελθόν;
Κ. Α.: Σ’ όλη μου τη δράση υπάρχει πάντα ένας κοινός παρονομαστής για τα κοινά, το θέαμα. Και η αξία μου είναι ότι το θέαμα και ειδικότερα το θέατρο είναι πολύ συχνά σημαντικότερο από την πραγματικότητα. Λοιπόν, αυτό νομίζω ότι και τα 9 χρόνια που λειτουργούσε η δραματική σχολή που είχα φτιάξει στην Πετρούπολη, προσπαθούσε να εμπνεύσει πάρα πολλούς μαθητές που είχαμε τότε. Όλα αυτά τα εννέα χρόνια εγώ ήμουν σε άμεση επικοινωνία με το Υπουργείο Πολιτισμού. Ξαφνικά, με τον COVID, ο δήμος Πετρούπολης που ήταν στη δικαιοδοσία του η σχολή λογοδοτούσε στο Υπουργείο Εσωτερικών. Τότε, λοιπόν, άλλαξαν τα πράγματα και έπρεπε να ακολουθηθούν άλλοι κανόνες. Ήταν αδύνατο να συνεχίσει αυτό το εγχείρημα.
Μ. Λ.: Θέλετε να αναφερθούμε καθόλου στα συναισθήματα, που νιώσατε κατά τη διάρκεια της παρέμβασης του Ρουβίκωνα στη διάρκεια της παράστασης;
Κ. Α.: Θα πω ξεκάθαρα αυτά που νιώθω, ότι με σοκάρισε πάρα πολύ το ότι διέκοψαν μία παράσταση, που είχε αρχίσει να ανθίζει. Ήταν σαν να κάνεις ένα διάλειμμα σε κύηση. Να κάνεις ένα διάλειμμα και να πεις «μισό λεπτό και θα συνεχίσουμε μεθαύριο την κύηση. Δεν κόβεται μία παράσταση έτσι. Δεύτερο που μου έκανε εντύπωση είναι ότι για πρώτη φορά ο Ρουβίκωνας μπαίνει σε θέατρο. Σε διάφορες άλλες υπηρεσίες έχει μπει, αλλά όχι σε θέατρο. Λες και η δουλειά μας είναι μόνο αυτά που ανέφερε ο Ρουβίκωνας και που είναι εργασιακά και λοιπά. Όχι: η δουλειά είναι μισή εργασιακή και μισή προβαλλόμενη, με το γινόμενο και τον πολλαπλασιασμό και τη χημεία. Και από την άλλη μεριά, ότι για να φτάσουν σ’ αυτό το σημείο της οργής σημαίνει ότι οι υπάρχουσες συνθήκες της δομής του δικαίου, του δικαστηρίου που θα γίνει μετά από έξι χρόνια, της εργατικής νομοθεσίας που είναι δυσκίνητη, για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο βρασμού φαίνεται ότι απελπίστηκαν πάρα πολύ. Ξεχείλισε η οργή.
Μ. Λ.: Τώρα, αν το επιθυμείτε και εσείς, δώστε μου μια απάντηση χωρίς ερώτηση. Τι θα θέλατε να σας είχε ρωτήσει ένας δημοσιογράφος, που δεν το έχει κάνει μέχρι σήμερα;
Κ. Α.: Εκτός από το θέατρο, τι άλλο θα κάνατε;
Κ. Α.: Μουσική…
Μ. Λ.: Πάντα στην καλλιτεχνική φύση όμως στραμμένος.
Κ. Α.: Ναι, βέβαια, πιστεύω ότι το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είναι πιο σημαντικό από την πραγματικότητα τις περισσότερες φορές. Θέλω να πω ότι δε θα ζήλευα τη ζωγραφική, τη γλυπτική, γιατί ο άνθρωπος, ο καλλιτέχνης, λειτουργεί κατά μόνας. Θα πήγαινα στη μουσική και στο θέατρο, που είναι συλλογικά, δηλαδή απαιτεί το timing, την ωραιότητα των άλλων.
Μ. Λ.: Μια φορά καλλιτέχνης, για πάντα καλλιτέχνης. Σε ομαδικό άθλημα πάντα, αυτό κατάλαβα.
Κ. Α.: Ακριβώς!!! Επίσης, θα ήθελα αν έχει κάποιο νόημα για κανέναν να πω το ότι συνεχίζω και παίζω θέατρο δεν είναι για μένα απλώς μία αντοχή, είναι τρόπος ζωής!
Μ. Λ.: Η αλήθεια είναι ότι έχουμε καταλάβει για κάποιους ανθρώπους σαν και εσάς ότι πραγματικά είναι τρόπος ζωής. Σας δίνει δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια σας, και τη δική μας, βεβαίως. Χαιρόμαστε πάρα πολύ που έχουμε ανθρώπους σαν εσάς, που μας μαθαίνουν το καλό θέατρο. Έχω δει πάρα πολύ θέατρο στη ζωή μου. Πλέον τα μάτια μου δεν «συγχωρούν» τις ασχήμιες. Νομίζω ότι οι νέες γενιές δεν πρέπει να βλέπουν κακό θέατρο και πόσο μάλλον να κακοποιούνται κείμενα και μεγάλοι συγγραφείς, που θεωρώ ότι είναι ιερά τέρατα. Οπότε, έχουμε ανάγκη να βλέπουμε καλό θέατρο από ηθοποιούς σαν εσάς. Σας το λέω μέσα από την καρδιά μου και με πολλή αγάπη.
Κ. Α.: Σας ευχαριστώ θερμά γι’αυτό και πάνω σ’ αυτό θα ήθελα να πω ότι αν δεν υπήρχαν και οι σκοτεινές πλευρές του θεάτρου δε θα υπήρχαν, οι φωτεινές. Για παράδειγμα, στη ζωγραφική, αν δεν υπάρχει σκιά, δεν φαίνεται το πρόσωπο…!
Μ. Λ.: Πολύ θετικός άνθρωπος ήσαστε. Μου αρέσει ο τρόπος που το αντιμετωπίζετε και πραγματικά έτσι είναι. Αν δεν υπάρχει το σκοτεινό, δεν υπάρχει και το φωτεινό. Έχετε δίκιο, διαφορετικά δεν θα υπήρχε διάκριση.
Κ. Α.: Ακριβώς!!!
Μ. Λ.: Αν θέλετε να αναφέρουμε κάτι για τα μελλοντικά σας σχέδια, με χαρά να το ακούσουμε…
Κ. Α.: Ετοιμάζω τώρα ένα μουσικό έργο, ένα μεγάλο μουσικό θέαμα και όταν έρθει η ώρα του θα πούμε περισσότερα.
Πληροφορίες για την παράσταση: εδώ