Κριτική για την παράσταση "Ανάμνηση Σμύρνης"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Η παράσταση  «Ανάμνηση Σμύρνης» που ανέβηκε στο Ηρώδειο την Κυριακή 1η Σεπτεμβρίου 2019 ζωντάνεψε στα μάτια των θεατών που την παρακολούθησαν τον τρόπο ζωής των ανθρώπων της Σμύρνης στις αρχές του 20ου αιώνα  και ειδικότερα των ελλήνων αυτής της πολυεθνικής  πόλης. Εστιάζοντας στον μουσικό της  πολιτισμό αναδεικνύοντας έξυπνα  τον συσχετισμό του με την σύγχρονη μουσική δημιουργία, σε ένα κείμενο της Τάνιας Χαροκόπου και σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μαλισσόβα, βασισμένα αμφότερα σε μια ιδέα της δημοσιογράφου Βασιλείας Ζερβού.

Αυτή η μουσικοθεατρική παράσταση, που έδωσε την δυνατότητα σε για συμμετοχή σε σημαντικούς  ηθοποιούς και ερμηνευτές, εκτυλίχθηκε σε  πέντε επίπεδα. Στον χώρο πάνω δεξιά όπως κοιτάμε τη σκηνή η Λήδα Πρωτοψάλτη, η κόρη της οικογενείας που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Σμύρνη,  διαβάζει το ημερολόγιο που είχε γράψει για τη ζωή της με τους γονείς της μέχρι την ώρα της καταστροφής της πόλης . Κάποια από τα γεγονότα αναπαρίστανται στο κεντρικό και άνω μέρος της σκηνής, όπου γύρω από μια τραπεζαρία, ο πατέρας της (Τάσος Χαλκιάς) και η μητέρα της (Χριστίνα Αλεξανιάν), μοιράζονται τις ανησυχίες τους για τα όσα συνέβαιναν στη Σμύρνη και την τουρκική, κεμαλική απειλή. Η μητέρα με φόρεμα εποχής, κοκέτα και κοσμική δηλώνει ότι δε  θέλει να εγκαταλείψει τη Σμύρνη και δεν θεωρεί ότι όσα γίνονται είναι λόγος πραγματικής ανησυχίας, ενώ ο πατέρας  είναι έντονα προβληματισμένος.  Ο ίδιος, δημιουργός τραγουδιών και ερμηνευτής προσπαθεί να περισώσει κάποια από τα τραγούδια της εποχής, κρύβοντας τις παρτιτούρες σε μια γυάλα, το γκιουλουχτάνι,  με σκοπό να το ρίξει στο πηγάδι του σπιτιού  στην προσπάθειά του να τα διασώσει.  Λέει δε στη γυναίκα του να ράψει στη φόδρα του πανωφοριού της ό,τι θεωρεί πολύτιμο για να ετοιμαστούν να φύγουν. Έτσι επιχειρείται να διασωθεί από το πολυπολιτισμικό περιβάλλον της Σμύρνης εκτός από  την υλική κληρονομιά του τα τραγούδια καθώς  οι μυρωδιές και η μαγειρική του. Βλέποντάς τον  η μητέρα βάζει  μέσα στο γκιουλουχτάνι συνταγές. Αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν να περισώσουν  τις παραδόσεις τους και τι καλύτερο όχημα γι΄αυτό από τη μουσική και τη μαγειρική, που συνοδεύουν τον άνθρωπο στην καθημερινότητα του.

Αναφέρονται στην κόρη που είναι μαθήτρια στην Ευαγγελική Σχολή και κάνει παρέα με κάποιες φίλες της αρμένισσες ενώ  έχει κιόλας  σχέση με τον αδελφό τους.
Στο κεντρικό τμήμα της σκηνής, τραγουδά τον ανθρώπινο πόνο με τη θεϊκή φωνή της η  Ελένη Βιτάλη και στο προσκήνιο ομάδα χορευτών, κάπως σαν το Χορό της αρχαίας τραγωδίας, με έντεχνη, μελετημένη, μοντέρνα κίνηση εντάσσει το παρελθόν στο παρόν , όπως και τα τραγούδια που ο εγγονός του σμυρνιού τραγουδοποιού έχει ανακαλύψει μέσα στο γκιουλουχτάνι .

Στο άνω αριστερό μέρος της σκηνής  βρίσκεται το σπίτι του εγγονού.   Εκεί έναν αιώνα αργότερα,  αυτός , τραγουδιστής και συνθέτης στην Αθήνα, τακτοποιώντας τα πράγματα του πατέρα του που είχε πεθάνει πριν από λίγο καιρό, βρίσκει σε μια παλιά βαλίτσα το γκιουλουχτάνι με το πολύτιμο περιεχόμενό του, τα τραγούδια καθώς κι ένα χειρόγραφο βιβλίο, που ανήκε στη γιαγιά του. Έτσι αρχίζει η αναβίωση των τραγουδιών παράλληλα με την ιστορία της δημιουργίας τους.

Ο μουσικός έχει προσκαλέσει τους φίλους του που αποτελούν το συγκρότημά του για να τους αποκαλύψει την σκονισμένη γυάλα που βρήκε τα τραγούδια προτείνοντάς τους  να τα παίξουν και να τα ερμηνεύσουν με το δικό τους σύγχρονο τρόπο.  Δίνει δε οδηγίες στην ερμηνεύτρια του συγκροτήματος (Βαλέρια Κουρούπη) και εκείνη με μοντέρνα κίνηση και εξαιρετική φωνή τα ερμηνεύει. Τα παιδιά σιγά σιγά γοητεύονται από τη μουσική και βρίσκουν τις τομές, που τους ενώνουν με το παρελθόν μέσα σε ένα παρόν μετανάστευσης και δυστυχίας, που διαιωνίζεται όσο υπάρχουν άνθρωποι. Οι ίδιοι καημοί, οι ίδιες χαρές, οι ίδιοι αποχωρισμοί, το σκηνικό που αλλάζει και ο άνθρωπος που καλείται να επιβιώσει σε νέες δύσκολες συνθήκες.

Η κόρη της οικογένειας είχε βγει στη Σάμο με πλοίο στο οποίο στην κυριολεξία την είχαν σπρώξει για να σωθεί από την καταστροφή της Σμύρνη. Αρχοντοπούλα καθώς ήταν αλλά και έγκυος  από τον αρμένιο φίλο της, με τον οποίο χάθηκαν την ημέρα του μεγάλου διωγμού, πήγε στη δούλεψη κάποιου ευγενούς σαμιώτη, που μετά τη γέννηση του παιδιού της την παντρεύτηκε.

Με αφορμή τα τραγούδια και τις μουσικές ο Χορός αποδίδει τις σκηνές. Συγκλονιστικές οι σκηνές όπου οι άνθρωποι συσπειρώνονται για να διασκεδάσουν με άνεση και εύρος κίνησης  σε αντιδιαστολή με τις σκηνές του διωγμού, που γίνονται ένα κουβάρι σάρκας, ένα κέλυφος για να αντέξουν τη δυστυχία και τον πόνο.

Εκφραστική η ομάδα χορού,  μαθητές της σχολής του Θοδωρή Πανά, που δίδαξε  μια εξαιρετική  χορογραφία και κινησιολογία, με τους Λήδα Αλεξανδρή, Βασίλης Βούνο, Ελίνα Γιαννάκη, Ρεβέκκα Γιαννάκη, Βιβιάννα Γιαννούτσου, Ελένη Γιουφή, Τασούλα Δεληγιάννη, Στέλλα Ευστρατιάδη, Θωμά Kοτζαμάνη, Τάσο Κοντόγιωργα, Γιώργο Μαντά, Ελένη Μαφούτση, Ηλία Μιχαήλ, Ελένη Μπατσούλα, Τζώρτζη Παπαδόπουλο, Μαρία Παπαδοπούλου, Μαργαρίτα Στραβουδάκη, Δημήτρη Φριτζελά. Εκπληκτικό το τσιφτετέλι που χόρεψε ο χορευτής με τρόπο μοναδικό και άψογη κυβιστική κίνηση ανθρώπου που λυγίζει από τις κακουχίες της ζωής, ενώ σηκώνεται και λικνίζει το κορμί του για να χαρεί την ίδια τη ζωή. Αυτή η πάλη ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή. Υπέροχη η εκτέλεση των τραγουδιών από την η μπάντα «ΤΖΟΥΜ» (Ρήγας Βοργίας Μπασο, Νίκος Ξύδης ηλεκτρική - ακουστική κιθάρα, μπαγλαμά, μπουζούκι & κρουστά, Νατάσα Παυλάτου κρουστά, Νίκος Σαμαράς μπουζούκι, τζουρά & τρομπέτα, Δημήτρης Σίντος πιάνο & λαούτο, Θάνος Τσελεμπής τύμπανα). Μαζί με αυτούς τους μουσικούς η Έφη ΖαΪτίδου στο κανονάκι, η Χρυσάνθη Τζοβάνη στο ούτι και ο Μάνος Αχαλινωτόπουλος στο κλαρίνο & τα παραδοσιακά πνευστά. Όλοι εξαιρετικοί μουσικοί.

Η σκηνοθεσία του Δημήτρη  Μαλισσόβα υπηρέτησε πλήρως το διάλογο των τεσσάρων γενεών και την εξέλιξη της ιστορίας μέσα από το κείμενο της Τάνιας Χαροκόπου, το ίδιο και τα σκηνικά και τα κοστούμια της  Άννας Μαχαιριανάκη. Πολύ σωστές οι μουσικές επιλογές, η διδασκαλία, η επιμέλεια  και η  διεύθυνση ορχήστρας του Νίκου Ξύδη.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ