Κριτική για την παράσταση "Girls & Boys"

Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη

Το έργο έκανε παγκόσμια πρεμιέρα το Φεβρουάριο του 2018, στο Βασιλικό θέατρο του Λονδίνου, σε σκηνοθεσία Lyndsey Turner με πρωταγωνίστρια τη βραβευμένη με BAFTA, Carey Milligan. Φέτος παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη χώρα μας στο θέατρο 104.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας υπέροχος άντρας. Έξυπνος, όμορφος, πετυχημένος, πνευματώδης, φεμινιστής. Αποτελούσε τον νούμερο ένα θαυμαστή της γυναίκας του, την οποία καμάρωνε και ενίσχυε με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι που αυτή έγινε καλύτερη από αυτόν, πιο πνευματώδης και πιο πετυχημένη, πιο περιζήτητη και πιο πλούσια. Τότε όλα αλλάζουν για το παραμυθένιο ζευγάρι της ιστορίας του βραβευμένου θεατρικού συγγραφέα Dennis Kelly. Τότε το παραμύθι μετατρέπεται σε εφιάλτη.

Η ιστορία θέλει μία γυναίκα να γνωρίζει τυχαία τον μέλλοντα σύζυγό της σ’ ένα αεροδρόμιο. Ένας έντονος, παθιασμένος, τρελός έρωτας. Σύντομα αρχίζουν να φτιάχνουν την κοινή τους ζωή. Αγοράζουν σπίτι, χτίζουν καριέρες, κάνουν παιδιά – μία συνηθισμένη οικογένεια. Μέχρι που εκείνος αρχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα με τη δουλειά του, ενώ εκείνη απολαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερη επαγγελματική αναγνώριση. Οι ισορροπίες ανατρέπονται. Τα πάντα αλλάζουν παίρνοντας μία απροσδόκητη και εφιαλτική τροπή.

Όλα τα στατιστικά στοιχεία που υπάρχουν στο έργο είναι αληθινά, πράγμα που του δίνει ακόμα μεγαλύτερη υπόσταση. Νομίζω πως το πιο γοητευτικό στοιχείο του είναι η αμεσότητά του. Η ηρωίδα αφηγείται την ζωή της απευθείας στου θεατές. Δεν υπάρχει τέταρτος τοίχος, δεν υπάρχει κανενός είδους «κλασική» θεατρική σύμβαση. Η ηρωίδα και το κοινό βρίσκονται εκεί, μαζί, αντιμέτωποι μεν αλλά σύμμαχοι στη στιγμή, σύμμαχοι στην εξιστόρηση αυτής της ιστορίας.

«Η ηρωίδα είναι μία εξαιρετικά δυνατή γυναίκα, είναι μια γυναίκα που ξέρει να επιβιώνει. Είναι μια γυναίκα που ξέρει – και το ξέρει βιωματικά πια- πως οι άνθρωποι είναι ικανοί για το υπέροχο και το αποτρόπαιο ταυτόχρονα, αλλά που επιλέγει να συνεχίζει, παρ’ όλες τις πληγές της, να πιστεύει στην ανθρωπότητα και στην αγάπη. Η ηρωίδα μου πάντα συνεχίζει, βάζει το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και συνεχίζει. Τη θαυμάζω. Θαυμάζω τη γενναιοδωρία της και την τόλμη με την οποία μοιράζεται την ιστορία της. Α, και έχει χιούμορ. Το λατρεύει το χιούμορ, είναι το πιο σπουδαίο της όπλο απέναντι στη ζωή». (Δώρα Παρδάλη)

Ο βασικός θεματικός άξονας του έργου μοιάζει να είναι σε πρώτο επίπεδο οι σχέσεις των δύο φύλων, ωστόσο, αυτό που πραγματικά πραγματεύεται είναι άλλο: «Αλλά θέλετε να μάθετε ποιο είναι το πραγματικό θέμα; Θα σας πω εγώ ποιο είναι το πραγματικό θέμα. Το πραγματικό θέμα είναι η εξουσία», όπως αναφέρει αυτούσια η ηρωίδα από την αρχή του έργου. Τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία υπογράφει η Άννα Μαρία Στεφαδούρου, στην πρώτη της σκηνοθετική δουλειά. Το μίνιμαλ και εμπνευσμένο σκηνικό της Ηλέκτρας Σταμπούλου, τα λιγοστά έπιπλα σκεπασμένα με ένα λευκό ύφασμα και δεμένα όλα μεταξύ τους, εντείνουν την απειλητική ατμόσφαιρα εγκλεισμού και απόγνωσης του έργου, δημιουργώντας το τέλειο περιβάλλον αναμνήσεων, μέσα στο οποίο η αφηγήτρια στοιχειώνεται από τα φαντάσματα του τραυματικού της παρελθόντος. Σε συνδυασμό με την εξίσου λιτή ενδυματολογική γραμμή της Βασιλική Σύρμα και τον φωτισμό (ανάδειξης και εστίασης - accent lighting) του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου, ο οποίος διαμόρφωσε καθοριστικά την συνολική εμπειρία, ως κύριο μέρος της θεατρικής φόρμας. Το φως γίνεται ο πρωταγωνιστής, αναδεικνύοντας τις ψυχολογικές διακυμάνσεις της ηρωίδας. Φώτα ψυχρά και σκληρά, όπως και η γενικότερη ατμόσφαιρα. Φωτισμός υπαινικτικός και με σώμα, που φανερώνει πολλά περισσότερα από τα γυμνά έπιπλα, επιτελώντας ένα δυναμικό υποσύνολο της παράστασης, απόλυτα εναρμονισμένο με τις σκηνοθετικές επιδιώξεις, υποβοηθώντας τους ρυθμούς της παράστασης δημιουργώντας την αίσθηση του εγκλεισμού και της απομόνωσης από τον έξω κόσμο. Το έντονο ψυχρό λευκό δημιούργησε ένταση, ενισχύοντας επιπλέον την ατμόσφαιρα.

Η Δώρα Παρδάλη, καλείται να καλύψει ένα ευρύ συναισθηματικό φάσμα μέσα από μια μια de profundis εξομολόγηση κάτω από ένα τραγικό πρίσμα, καθώς μέσα από την αφήγηση «βλέπει» και βιώνει ξανά, και μαζί της κι εμείς, όλα τα γεγονότα… Η νεαρή ηθοποιός είναι εμφανές ότι ζει την κάθε φράση, πάλλεται με την κάθε λέξη, νιώσαμε μαζί της κάθε ανάσα, κάθε εσωτερικό κραδασμό. Η επί σκηνής έκλυση ενέργειας ήταν μια εμπειρία απαράμιλλη. Με την ερμηνεία της ενισχύει την εικονοποίηση του κειμένου, καθώς τα παιδιά ήταν υπαρκτή παρουσία στην σκηνή, χωρίς να βρίσκονται ποτέ εκεί, το αεροδρόμιο, ο σύζυγος, το μπαρ, όλα εικόνες ζωντανές και στιβαρές. Χωρίς τσαπατσουλιές, ερασιτεχνισμούς και κακόγουστα στερεότυπα, η νεαρή ηθοποιός ζωντάνεψε την ηρωίδα με τρόπο αψιμυθίωτο. Ούτε οίκτος ούτε λύπηση ούτε μελοδραματικά έλκη. Η ακριβής, υπόρρητα ρυθμική και εν μέτρω στεντόρεια εκφορά της κατόρθωσε να σαρκώσει την άναρθρη κραυγή της ατομικής συντριβής. Με μια θαυμαστή υποκριτική ευστροφία, εξαιρετικό έλεγχο εκφραστικών μέσων και ακαταμάχητο μαγνητισμό η ηρωίδα ανέδειξε στο έπακρο τη δυναμική των ελάχιστων σκηνικών αντικειμένων, έγινε πυκνωτής και αγωγός του ηλεκτρικού φορτίου της παράστασης, διαχέοντάς το στους θεατές. Η ερμηνεία της ήταν κάτι παραπάνω από ακριβής – μεστή και καθ’ όλα εύστοχη και γνήσια, βάζοντάς μας σε μια δίνη φρικτών γεγονότων και την έννοια του οικογενειακού αφανισμού, μια έννοια που δυστυχώς ή ευτυχώς μου ήταν άγνωστη μέχρι να δω (δύο φορές) αυτήν την παράσταση….

«Δεν θυμάμαι κάποια συγκεκριμένη στιγμή που άρχισε να ξεφεύγει το πράγμα μεταξύ μας. Θυμάμαι ότι βρέθηκα σε αυτή την κατάσταση ξαφνικά». Με αυτή τη φράση η παράσταση παίρνει διαφορετική τροπή και ο σύζυγος, ο οποίος αρχικά παρουσιάζεται με τα πιο φωτεινά χρώματα, αλλάζει πρόσωπο και μας εισάγει σιγά σιγά στο συναισθηματικό αδιέξοδο της ηρωίδας με ρεαλισμό και ωμότητα. Η αφηγήτρια αρχικά πιστεύει ότι ο σύζυγος της την απατάει με άλλη γυναίκα. Δεν περνά καν από το μυαλό της το ευτελές του κίνητρο. Χωρίς να θέλω να προδώσω περισσότερα για το τραγικό φινάλε, είναι σημαντικά τα κοινά στοιχεία και κίνητρα με την Μήδεια του Ευριπίδη.

…συνεχίζει, βάζει το ένα πόδι μπροστά από το άλλο και συνεχίζει. Αυτό είναι με μια φράση το αισιόδοξο μήνυμα της παράστασης, παρά τον πόνο του αυτόπτη μάρτυρα μετά την αυστηρή καταγραφή όλων των γεγονότων… το σκληρό περιεχόμενο του έργου, συνοδεύεται από μια θεραπευτική λειτουργία: το τέλος της ιστορίας βρίσκει την ηρωίδα ναι μεν συντετριμμένη ,αλλά και βαθειά συνειδητοποιημένη. Έχει προχωρήσει σε οριστική «διαγραφή» του συζύγου από τη μνήμη της. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που καθ’ όλη την αφήγηση της δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα του.

Σημείωμα σκηνοθέτιδος

«Η οπτική της δικής μας παράστασης και η κύρια προτεραιότητά μας είναι να ειπωθεί αυτή η ιστορία, στην Ελλάδα, τώρα. Όλο αυτόν τον καιρό, που η οικονομία της χώρας βρίσκεται σε κρίση, επιχειρήσεις, η μία μετά την άλλη, κλείνουν και οι άνδρες συχνά δεν μπορούν πια να προσφέρουν οικονομικά στο σπίτι και την οικογένεια. Σ’ αυτές τις συνθήκες αμέτρητα ζευγάρια έρχονται αντιμέτωπα με μια σκληρή πραγματικότητα: αδυνατούν να διαχειριστούν αλλαγές στο ενδοοικογενειακό τους περιβάλλον, ειδικά όταν πρόκειται για αλλαγές στην εισοδηματική τους ισορροπία. Οι ρόλοι του αρσενικού και θηλυκού ορίζονται και εξυπηρετούνται, σχεδόν ασυνείδητα, από ετεροπροσδιορισμούς, παλαιικούς νόμους κι έναν συντηρητισμό, που κάποιοι θέλουν να πιστεύουν ότι έχει ξεπεραστεί. Όχι, στην ουσία του όμως. Συναισθηματικά ανώριμοι και θεμελιωδώς ανασφαλείς, φέρονται σαν «κορίτσια και αγόρια», με συνέπειες τέτοιες, που η παράβλεψή τους ισοδυναμεί με σιωπηρή συναίνεση σε έγκλημα». (Άννα Μαρία Στεφαδούρου)

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ