Κριτική για την παράσταση "Γυάλινος Κόσμος"

Από την Βασιλική Μπαλούτσου

Μια θεατρική παράσταση είναι πραγματικά εξαιρετική όταν οι ήρωες της ζουν μαζί σου πολλές μέρες αφότου εγκαταλείψεις το θέατρο.
Ήταν Κυριακή μιας συνηθισμένης –κατά τ’ άλλα- φθινοπωρινής βραδιάς, περπατούσα στη Φλέμινγκ, όπου βρίσκεται το μικρό θέατρο «Τ» και οι αισθήσεις μου ήταν όλες ζωντανές. Περπατούσα γιατί το είχα ανάγκη να περπατήσω. Ήθελα να αποβάλλω τη μαγική σκόνη των ηρώων από πάνω μου μήπως κατάφερνα να αποκοιμηθώ.

Στο μυαλό μου τριγυρνούσε η φράση του Τένεσι Ουίλιαμς: «Να ολοκληρώσεις ένα κείμενο είναι σαν να τελειώνεις μια σχέση. Φοβάσαι. Γι αυτό και εγώ επιστρέφω, δουλεύω και ξαναδουλεύω τα έργα μου. Καθυστερώ έτσι τη στιγμή του αποχωρισμού». Ίσως αυτό έκανα κι εγώ. Καθυστερούσα τη στιγμή του αποχωρισμού, γιατί απολάμβανα στα αλήθεια τον απόηχο, τη μυρωδιά, την αίσθηση της παράστασης που μόλις είχα παρακολουθήσει.

Σαιντ - Λούις 1930. «Ο Γυάλινος κόσμος». Ένας γυάλινος κόσμος ψευδαισθήσεων και εύθραυστων δεσμών για όλους. Πρωταγωνιστές και θεατές. Ένα αυτοβιογραφικό έργο του Τένεσι Ούλιαμς σε μια θαυμάσια μεταφορά του στο θέατρο «Τ». Το έργο σε κέρδιζε από την πρώτη στιγμή με το σκηνοθετικό τέχνασμα του πανιού, όπου ο βιντεοπροβολέας ζωντάνευε το σπίτι, την πολυκατοικία, τη γειτονιά, τους ήρωες, μια ολόκληρη εποχή. Ήταν λες κι οι δυο τέχνες συναντήθηκαν μέσα σε μια νύχτα σε μια αρμονική συνύπαρξη. Ο χώρος κι ο χρόνος γιγαντώθηκαν σε μια ονειρική και ευρηματική σκηνοθετική προσέγγιση από τη Γλυκερία Καλαϊτζή.

Οι οικογενειακοί δεσμοί, τα όνειρα της εργατικής τάξης, η φυγή, η αιώνια μάνα, η αδερφική αγάπη (?), η αλλαγή, η λύτρωση. Κι όλα αυτά με φόντο τον Νότο της Αμερικής, λίγο μετά την Μεγάλη Οικονομική Ύφεση του 1929 σε μια προσπάθεια των ανθρώπων να ανακτήσουν την ευμάρεια που τους πρόσφερε το νεκρό πια «αμερικανικό όνειρο».

Η μουσική του Μάκη Καραδελόγλου λίκνιζε τους θεατές σε ρυθμό σουίνγκ και πλαισίωνε αρμονικά την παράσταση. Τα κουστούμια της Μαρίας Καραδελόγλου και τα άρτια σκηνικά της Ευαγγελίας Κιρκινέ φωτογράφιζαν με μαεστρία την εποχή. Ο Κώστας Σιδηρόπουλος μας σύστησε το φως…το σκοτάδι…τις πάυσεις ανάμεσα τους…τα απρόσμενα παιχνιδίσματα…λες και γεννήθηκε ένας πέμπτος ηθοποιός στην παράσταση. Ή ίσως ένας έκτος μετά τον πατέρα, το παγωμένο βλέμμα του οποίου ήταν κρεμασμένο στον τοίχο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης παρακολουθώντας μέσα από το κάδρο του τα τεκταινόμενα, επιδρώντας στις ζωές των ηρώων. Η δύναμη του απόντα πατέρα δεν αμφισβητήθηκε και δεν λησμονήθηκε ούτε δευτερόλεπτο ως το τέλος.

Η Γιώτα Φέστα ως «Αμάντα» έδωσε ρεσιτάλ ερμηνείας. Το χρώμα, ο τόνος της φωνής που εναρμονίστηκε απόλυτα με τις λεπτές και πιο βίαιες συναισθηματικές εντάσεις της. Η μητέρα, η αναπολούσα ερωμένη, ο γυάλινος κόσμος του παρελθόντος της. Μια φιγούρα στιβαρή και προσκολλημένη στις παραδοσιακές αντιλήψεις της, μα παράλληλα μια γυναίκα ζωντανή, ερωτική δεν έχανε στιγμή τη θηλυκότητα της επιβάλλοντας την πληθωρικότητά της και αποπνέοντας μια γνώριμη συμπάθεια, ακόμη και στις στιγμές όπου ήταν έκδηλη η απελπισία της.

Η Λώρα, τόσο εύθραυστη κι ευπαθής με μια έκδηλη σωματική «αναπηρία» αποδόθηκε με την αρμόζουσα ευαισθησία και εσωτερικότητα από την Κατερίνα Συναπίδου. Η φιγούρα της ήταν ως το τέλος τόσο σαγηνευτική που σε ωθούσε να παρατηρείς τις διάφανες κινήσεις της ακόμη κι όταν βρισκόταν αχνοφωτισμένη και σιωπηλή γέρνοντας σε μια γωνιά της σκηνής, πολύ μακριά από την κύρια δράση .

Ο Δημήτρης Κρίκος, ο Τζιμ, άνετος και δροσερός, ένας γόης του καιρού με έναν διεκπεραιωτικό φαινομενικά ρόλο που όμως ταρακούνησε το γυάλινο κόσμο της οικογένειας, ραγίζοντας τον για να εισέλθει ένα δροσερό αεράκι ελπίδας, ανανέωσης κι αλλαγής.

Και τέλος, ο Χρήστος Παπαδόπουλος που ως Τομ απέδωσε έξοχα τον ενοχικό μα αξιαγάπητο και τρυφερό αδερφό, τον γεμάτο φαντασία, καλλιτεχνικές ευαισθησίες και ορμή γιο και τον ώριμο άντρα που ως αφηγητής στο διπλό του ρόλο με πολλές εσωτερικές ανατροπές εξομολογείται τις αναμνήσεις του.

Ο Τομ, που ως άλλος Τένεσι Ουίλιαμς (Τομ ήταν το πραγματικό του όνομα) προσπαθεί να μεταμορφωθεί, να ξεφύγει, να ονειρευτεί, να δραπετεύσει στην τέχνη, παρακολουθώντας σινεμά και γράφοντας ως άλλος «Σαίξπηρ» φανταστικές ιστορίες.

Η φυγή, ο θυμός, η λύτρωση, η νοσταλγία, η μοναξιά , η μνήμη συνωστίζονταν σε όλη την παράσταση πίσω από τον καπνό του τσιγάρου, πάνω σε μια σιδερένια σκάλα κλιμακοστασίου, στο σινεμά…εκεί γύρω στο 1930 στο Σαιντ Λιούις.
Μια εξαιρετική παράσταση που αχνοφέγγει ακόμη δίπλα στο νυχτερινό κέντρο Paradise με σταθερά χορευτικά βήματα. Πόσο μακριά και πόσο πραγματικά κοντά ήταν ο τόπος αυτός στο σήμερα, την ψυχή μας, τους δικούς μας «γυάλινους κόσμους».

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ