Κριτική για την παράσταση "Ο Τελευταίος Αντάρτης"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

«Ο Τελευταίος Αντάρτης» είναι η πραγματική ιστορία της τελευταίας ομάδας ανταρτών που πέρασε τα σύνορα μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στο Γράμμο το 1949, η οποία παρουσιάζεται επί σκηνής, από τις 5 Φεβρουαρίου 2020, στο Θέατρο Άβατον, σε σκηνοθεσία Ιωάννας Νιάχα.

Παρακολουθούμε απλές κοπέλες στις ρούγες του χωριού. Η εισαγωγή στο θέμα γίνεται σταδιακά, παρουσιάζοντας το γενικό κλίμα, μαζί με τη διήγηση στο φιλμάκι του Τάκη Σάντρα (Δημήτρης Ζαφείρης), του τελευταίου μέλους της ομάδας. Δημιουργείται το κατάλληλο κλίμα.

Ακόμα και οι γυναίκες αναγκάστηκαν να μπουν στον πόλεμο. Oι Γερμανοί μάζεψαν όλες τις τροφές, έπεσε πείνα. Φουντώνει το αντάρτικο. Οι Έλληνες στρατιώτες που φυγαδεύονται στα σπίτια δεν πειράζουν τις κοπέλες, όχι όμως οι Ιταλοί. Οι κοπέλες μέσα στις ψείρες ζητιανεύουν προμήθειες για τους αγωνιστές. Μια από τις φίλες, από «καλή οικογένεια», ντρέπεται να ζητιανέψει. «Γιατί δε χαλεύεις αρχοντοθυγατέρα;» «Ντροπή  είναι για τους χορτάτους να ζητιανεύουν.»

Πολλές γυναίκες βιάστηκαν, και ο παππάς τις παρηγόρησε: «Μη σκιάζεστε, δεν ήταν άνθρωποι αυτοί, ισκιώματα ήταν, βρουκόλακες». Οι κοπέλες μεταφέρουν προμήθειες στους αγωνιστές και η πλάτη τους έχει αργαστεί από την τριχιά. Πόλεμο είχαν οι κατσιαπλιάδες με τους κομμουνιστές. Παρουσιάζεται με τρόπο πολύ παραστατικό η εισαγωγή της γυναίκας στον Αγώνα. Αυτός ο τελευταίος κρίκος  σε  μια παραδοσιακή συντηρητική κοινωνία, που επωμίζεται όλο το βάρος και τον πόνο του Αγώνα. Ο ΕΛΑΣ ελευθερώνει την Πυρσόγιαννη. Οι Αγωνιστές άνδρες, γυναίκες συμμετέχουν στην θεατρική ομάδα της ΕΠΟΝ. Υπάρχει το λυτρωτικό Θέατρο στο Βουνό. Οι γυναίκες αποκτούν λόγο και ανάστημα. Πέντε γυναίκες-μαχήτριες της ομάδας, διατρέχουν οριζόντια τη Δεκαετία της Φωτιάς, 1940-1949. Δέκα χρόνια πόλεμος με πολύ θυμό και κλάμα που τις οδήγησαν να γίνουν αντάρτισσσες.  Γαλουχήθηκαν στο βουνό, βασανίστηκαν, υπέμειναν τον θάνατο των συγγενών τους, των παιδιών τους. Μεγάλη συντριβή. Τρέλα. Έκλαψαν τους σκοτωμένους στην ποδιά τους. Η αρχοντοπούλα έρχεται στο βουνό και ζητά να μείνει με τις άλλες. Την δίδαξαν ότι  οι κομμουνιστές ήταν κακοί και έμαθε την αλήθεια με τον κακό τρόπο.  Ζητά συγγνώμη που δεν ήξερε. Μεγάλος ο πόνος!

Το έργο εμπνέεται από την ιστορία του  Τάκη Σάντρα, που γεννήθηκε το 1925 στη Πυρσόγιαννη, του Γράμμου. Στη περίοδο της Κατοχής συμμετείχε σαν ηθοποιός, στις Θεατρικές Ομάδες της ΕΠΟΝ. Το 1946 εξορίστηκε στη Μακρόνησο. Δραπέτευσε το 1948 και συμμετείχε, ως επικεφαλής, στη τελευταία ομάδα του ΔΣΕ που αποχώρησε από τον Γράμμο. Στη συνέχεια έζησε, μέχρι το 1958,στην Τασκένδη, ως πολιτικός πρόσφυγας. Επέστρεψε παράνομα στην Ελλάδα, όντας καταδικασμένος «δις εις θάνατον». Συνελήφθη και φυλακίστηκε.

Η διήγηση των κοριτσιών: της Τασούλας Μαρίας Δεληγιάννη, της Μαρίας Καρύδη, της Πηγής Κεφαλά, της Χάρις Μπεζιούλα και της Λυδίας Ορφανουδάκη, ο γλαφυρός λόγος του  Α.Ζαφείρη που δείχνει και λεκτικά και λαογραφικά την μετάβαση αυτών των ηρωίδων από την απλή αθώα κατάσταση του χωριού στην συνειδητοποίηση και πολιτικοποίηση του αντάρτικου των βουνών.  Μετά τις συγκλονιστικές μαρτυρίες - αφηγήσεις που συγκίνησαν τους θεατές και σε κάποια σημεία τους έκοψαν την ανάσα με την περιγραφόμενη βιαιότητα, ακούγεται το τραγούδι “Σβάρα” από τους Villagers of Ioannina City . Δυνατός ο αγώνας όπως και οι εκπαιδευμένες στο πείσμα, στην υπομονή και τη μάχη γυναίκες του βουνού. Ωραίες οι ερμηνείες φανερώνουν όλη αυτή την εσωτερική διαδρομή.

Μια παράσταση κοινωνικοϊστορικού ενδιαφέροντος, σκηνοθετημένη με οικονομία και λειτουργικότητα από την Ιωάννα Νιάχα, με αξιοπρόσεκτες ερμηνείες, για να μην ξεχνάμε και γιατί η ιστορία επαναλαμβάνεται δυστυχώς.

Πληροφορίες για την παράστασηΕδώ