Κριτική για την παράσταση "Ριχάρδος Β’-Το Ρέκβιεμ ενός Βασιλιά"

Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Η έπαρση της νεότητας, της εξουσίας, ο εγωκεντρισμός, η ψευδής εν τέλει αίσθηση του πανίσχυρου, εξουσιαστή ανθρώπου, που βέβαια συνθλίβεται μπροστά στο θάνατο, όταν αναρωτιέται πια σχετικά με το  «ποιος είναι και τι κατάφερε στη μικρή ζωή του».

Σε μια θολή ατμόσφαιρα, μεσαιωνικού σκότους, με μια πολυχρηστική σκηνική κατασκευή, σύλληψη τηςσκηνοθέτιδας Marlene Kaminsky, η οποία μετατρέπεται διαδοχικά σε φυλακή, θρόνο, άλογο και μνήμα, αναδεικνύοντας συγχρόνως το σισύφειο βάρος της εξουσίας, όπως επίσης την τραγικότητα αλλά και το υπαρξιακό αδιέξοδο του ανθρώπου, παρουσιάζεται η πορεία του βασιλιά Ριχάρδου Β’ ξεκινώντας απ’ το τέλος της με την απώλεια του θρόνου.

Ένας απροσδόκητος επισκέπτης εμφανίζεται στο παράθυρο της φυλακής, στο βάθος της σκηνής, ένας παλιός του υπήκοος, ένας δούλος, βγάζοντάς τον από το τέλμα του.  Τον καλεί: «Βασιλιά μου, δούλος στους στάβλους σου ήμουν.» Μυστηριώδεις φωνές από το παρελθόν τον παρακινούν να βγει από τη φυλακή της σκέψης του. Ο βασιλιάς Ριχάρδος μέσα στη φυλακή του, ποδοβολά σαν ζώο στο κλουβί. Μπροστά στη σκηνή ένα μικρό βουναλάκι χώμα, η κατάληξη όλων, το τέλος κάθε φιλοδοξίας και  ματαιότητας.

Έργο γραμμένο το 1595 ή 1596, ο Ριχάρδος ο Β'  έχει όλα τα στοιχεία των άρτιων ιστορικών δραμάτων του Σαίξπηρ. Θέμα του η αρπαγή της εξουσίας, οι δολοπλοκίες που αυτή συνεπάγεται, η καταπίεση των φτωχών, η κατακρήμνιση του ήρωα και όλα αυτά μέσα από πλήθος ποιητικών στοιχείων και κυρίως με το νυστέρι  της ποίησης ανατέμνει σε βάθος τους χαρακτήρες και τη ψυχική κατάσταση στην οποία περιέρχεται κάθε φορά ο ήρωας.

Ο Ριχάρδος Β’ αναζητά μια ταυτότητα μετά την πτώση του από την εξουσία. Ποιος μπορεί να είναι αυτός ο μονάρχης μετά τη πτώση του από τον Μπόλιμπροκ, τον εξάδελφό του, που τώρα πια εκείνος καβαλάει το περήφανο αλγερινό του άλογο; «Η περηφάνια συχνά προηγείται της πτώσης.» Καταβεβλημένος, πικραμένος από το θανάσιμο κεντρί του Μπόλιμπροκ, θυμάται ότι το παλιάλογο αυτό έγινε περήφανο από τα δικά του βασιλικά χέρια.

« Θυμήσου κύριέ μου!» τον παρακινεί ο δούλος του. Έτσι ο Ριχάρδος ανατρέχει σε όλα όσα έχουν συμβεί.

Η αφαιρετική σκηνική σύνθεση, το σωματικό θέατρο και το γεγονός ότι ο Τάσος Νούσιας, κλήθηκε να ερμηνεύσει όλους τους ρόλους, όλες τις ψυχικές διαθέσεις και βέβαια τον κύριο ρόλο του Ριχάρδου, έδωσε μια άλλη διάσταση στο έργο και στο παραστασιακό κείμενο, με εστίαση στο φευγαλέο όλων των πραγμάτων και  των αξιωμάτων, με το μήνυμα ότι: «η ματαιοδοξία είναι ένα όρνιο που δε χορταίνει ποτέ. Όταν δεν έχει πια να φάει πέφτει πάνω στον ίδιο της τον εαυτό!»

«Κύριέ μου, συλλογίσου, που είσαι;» Η παρουσία του δούλου αυτού, leitmotiv στην παράσταση. Ωραία φωνή και χορευτική, εκφραστική κίνηση του Αλέξανδρου Φιλιππόπουλου. Κάποιες φορές, φορά μια μάσκα ζώου που καλύπτει το πρόσωπο του εξουσιαστή και του σφετεριστή της εξουσίας. Το στέμμα της εξουσίας είναι μια σύνθεση κεράτων, που λειτουργούν σαν στέμμα, σαν ακάνθινο στεφάνι, αλλά και σαν ξίφος για κάποια μονομαχία, αλλά γενικά η αποκρυστάλλωση επί σκηνής της ματαιοδοξίας, για αυτό γίνονται όλοι οι πόλεμοι, όλα τα εγκλήματα και οι δολοπλοκίες.

Ο βασιλιάς εγωπαθής, έγινε υποχείριο κολάκων.  Δεν είχε πολλά προσόντα, ήταν υπέρμετρα αλαζόνας, εξόρισε τους συγγενείς του, δήμευσε τις περιουσίες των υπηκόων του,  έκανε άστοχους πολέμους «ντροπιάζοντας» την Αγγλία.

Ο βασιλιάς Ριχάρδος χάνει όλη την αίγλη του προσώπου του, που σχετιζόταν με το Θείο παράγγελμα. Επιστρέφει στην απλή ανθρώπινη διάστασή του και εκεί είναι δύσκολο να έρθει αντιμέτωπος με τον εσωτερικό ελλιπή εαυτό του. «Τώρα που τα έχασα όλα, ποιος είμαι;»

Οι διαμάχες ξεκίνησαν στους βασιλικούς κύκλους λόγω της έχθρας ανάμεσα στον Ερρίκο του Μπόλινμπροκ και στο Θωμά του Μόουμπρεϊ.  Ο Ριχάρδος (Τάσος Νούσιας) κάλεσε τους δύο αντιπάλους του,  πήρε από το χώμα και έπλασε δύο δακτυλόκουκλες που επικοινωνούσαν. Ο Τάσος Νούσιας  υποδύθηκε όλους  τους ρόλους. Του Ριχάρδου και των δύο αντιπάλων του σε ένα αυτοσχέδιο κουκλοθέατρο. Αστεία σκηνή στην οποία καταλήγει ότι εκείνος «γεννήθηκε για να προστάζει». Τους βάζει να μονομαχήσουν, υποδυόμενος τους δύο διεκδικητές της εξουσίας του, για να τους διώξει τελικά από τη χώρα, για να μη μολυνθεί η Αγγλία από «το αίμα των αδελφικών σπαθιών». Έτσι για να μη γίνει η αιματοχυσία αποφασίζει να στείλει σε ισόβια εξορία το Θωμά του Μόουμπρεϊ και δεκαετή τον Ερρίκο του Μπόλινμπροκ, με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα του τελευταίου, του θείου του Γκαντ, ο οποίος του λέει κάποια στιγμή : “Αχ ανιψιέ! Κι όλου του κόσμου αν ήσουν βασιλιάς, θα ’ταν ντροπή να δώσεις με νοίκι αυτή την χώρα. Όμως, όταν για κόσμο σου δεν έχεις, παρά μονάχα την χώρα αυτή, δεν είναι περισσότερο κι από ντροπή να την ντροπιάζεις έτσι;»

Ο Ριχάρδος ομολογεί ότι δεν μπορούσαν  τα πόδια του να ακολουθήσουν το ρυθμό της εξουσίας και της διαφύλαξής της, αφού δε μπορούσε η καρδιά του. Για αυτό λέει στον υπήκοο του να διηγηθούν λυπηρές ιστορίες. Εκείνος δείχνει να τον  νιώθει « Κράτα γερά κύριέ μου!»

« Η δυστυχία βρίσκει τρόπους να περιγελά τον εαυτό της». Ο Βασιλιάς (Τάσος Νούσιας) ιππεύει το άλογό του με μια καταπληκτική κίνηση. Οι ερμηνεία και των δύο ηθοποιών υπέροχη, τιτάνιο έργο αυτό του Τάσου Νούσια, με τις τρομερές  εναλλαγές θυμικού, την ευρεία ερμηνευτική γκάμα και την αριστοτεχνική διαχείριση του σκηνικού χώρου.

Μετά τη δήμευση των περιουσιών, ο Αλέξανδρος Φιλιππόπουλος με μια υποβλητική υπόκριση, περιβεβλημένος ράσο μοναχού και φύλλα να πέφτουν από τα μανίκια του, αναπαριστά τόσο τη γη πεθαίνει, καθώς επίσης την εξουσία και την κοσμική ισχύ που φυλλοροούν και καταρρέουν μαζί με τις αξίες που πεθαίνουν, όπως βέβαια και οι άνθρωποι. «Ο Θάνατος Σαλτιμπάγκος».

Εξαιρετικές οι σκηνές όπου ακούγονται τα λόγια της Βασίλισσας με τον Ριχάρδο να στέκεται επί σκηνής σα να είναι μαριονέτα. Του απευθύνεται με γλυκιά φωνή και του δηλώνει την ανεξαρτησία της και ότι τώρα που αυτός θα πεθάνει θα βασιλεύει εκείνη. Θα του έχει έναν μικρό, άγνωστο τάφο. Καθώς μιλά, εκείνος σβήνει, χάνεται, πίσω από την σκηνική κατασκευή. “Και τώρα που τα έχασα όλα ποιος είμαι;” Για να αναλογιστεί τελικά: “Ό,τι κι αν είμαι, μήτε εγώ, μήτε κανένας άνθρωπος ποτέ, θα ’ναι ευχαριστημένος από τίποτε.  Ώσπου να πεθάνει και να δει: πως τίποτα δεν είναι”.

Η σκηνοθεσία, εμπνευσμένη με άποψη και αρκετές πολύσημες αιχμές. Σε ταραχή ο Ριχάρδος γυροφέρνει ξέφρενος το σιδερένιο παλάτι – φυλακή του, πριν εγκλειστεί στο κελί του, για να πεθάνει με τα χέρια απλωμένα σα φτερά σε μια θεϊκή παραίτηση.

Ο φωτισμός της Σεσίλια Τσελεπίδη εξαιρετικός, συνέβαλε καθοριστικά στη σκηνοθεσία, αποδίδοντας με ενάργεια τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των προσώπων και τα επιλεγμένα σκοτάδια στο τέλος που σηματοδοτεί το «Κοινή γαρ η τύχη» όλων των ανθρώπων.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ