Χαρίκλεια Καβάφη

Αρχείο Παίχτηκε από 01/10/2022 έως 20/11/2022
στο Vault Theatre Plus

2ος χρόνος παραστάσεων
Διάρκεια: 70' (χωρίς διάλειμμα)
Συγγραφέας: Κοραής Δαμάτης
Σκηνοθέτης: Κοραής Δαμάτης
Σκηνογραφία: Παύλος Ιωάννου
Κοστούμια: Παύλος Ιωάννου
Φωτισμοί: Κοραής Δαμάτης
Ερμηνεύουν: Ασπασία Κράλλη

Περιγραφή

Ο μονόλογος του Κοραή Δαμάτη «Χαρίκλεια Καβάφη», που αγαπήθηκε από κοινό και κριτικούς, βασισμένος στη ζωή της μητέρας του Κωνσταντίνου Καβάφη, σε σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη, με την Ασπασία Κράλλη στον ομώνυμο ρόλο, επιστρέφει για δεύτερη χρονιά στον Πολυχώρο VAULT. Από το Σάββατο 1 Οκτωβρίου έως την Κυριακή 20 Νοεμβρίου, κάθε Σάββατο στις 18:00 και Κυριακή στις 21:00 για 16 παραστάσεις.

Περισσότερα

Η «Χαρίκλεια Καβάφη» είναι μία από τις τρεις παραστάσεις με τις οποίες συνεχίζεται κι αυτή τη σεζόν το θεατρικό project «Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ... »Ένα θεατρικό φεστιβάλ μονολόγων, με εμπνευστή και καλλιτεχνικό διευθυντή τον Δημήτρη Καρατζιά, που φέρνει επί σκηνής, μάνες σπουδαίων Ελλήνων ανδρών. Φέτος θα παρουσιάζονται στο VAULT πέρα από την «Χαρίκλεια Καβάφη» και  «Η Μάνα Αυτουνού...Έλλη Ζάχου Ταχτσή» (βασισμένη στη ζωή της μητέρας του Κώστα Ταχτσή) της Κική Μαυρίδου, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Λάσκαρη, με τη Ράνια Σχίζα στο ρόλο της Έλλης Ζάχου Ταχτσή και η «Καραϊσκάκενα, Ο θρύλος» (βασισμένη στη ζωή της μητέρας του Γεώργιου Καραϊσκάκη) της Σοφίας Καψούρου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά, με τη Σοφία Καψούρου στο ρόλο της Ζωής  Διαμάντως Διμισκή.

Το φεστιβάλ «Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ... » είναι αφιερωμένο στη μνήμη της αγαπημένη μας συνεργάτιδας Χρύσας Σπηλιώτη, η οποία είχε ξεκινήσει το Φεστιβάλ.

ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η Χαρίκλεια Φωτιάδη γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1834. Το 1848 παντρεύεται τον Πέτρο Καβάφη και αποκτά εννέα παιδιά. Δεν έζησαν όλα. Δύο πέθαναν σε βρεφική ηλικία. Η ζωή της ήταν μοιρασμένη σε ταξίδια. Ταξιδεύει και ζει στο Λονδίνο και στο Λίβερπουλ, στην Αλεξάνδρεια, ξανά στην Αγγλία, ύστερα στην Κωνσταντινούπολη και πάλι στην πολυπολιτισμική Αλεξάνδρεια όπου έζησε μέχρι το θάνατό της το 1899.

Αυτά τα ιστορικά γνωρίζουμε για την Χαρίκλεια, ελάχιστες κουβέντες και γράμματα του Ποιητή που μιλάει για την μητέρα του κι ακόμα, έφτασε σε μάς ένας μικρός θησαυρός, ένα τετραδιάκι ντυμένο με μαύρη κόλα χαρτί με σαράντα Πολίτικες συνταγές μαγειρικής γραμμένες απ’ την ίδια.

Ο θεατρικός μονόλογος που έγραψα για την μητέρα του Ποιητή, στηρίχτηκε στα προαναφερθέντα, αλλά και, ως επί των πλείστον, στην μυθοπλασία. Και έτσι, αυθαίρετα θα έλεγε κανείς, δημιουργήθηκε μια ισχυρή προσωπικότητα, δυναμική, αρκετά μπροστά απ’ την εποχή της, με ΄΄παλαιά΄΄ γνώση για τη ζωή, το πένθος και τον θάνατο, με ξεκάθαρες σκέψεις και αντιλήψεις για τις όποιες ερωτικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, τρυφερή και με έγνοια μεγάλη για τον άντρα της Πέτρο Καβάφη, για όλα της τα παιδιά, αλλά περισσότερο για τον μικρότερό της, που του είχε και μεγάλη αδυναμία, Κωνσταντίνο Καβάφη… Κοραής Δαμάτης.

ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ «Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ... »

Εγκαινιάστηκε το 2017 στον Πολυχώρο VAULT και περιελάμβανε πέντε πρωτότυπα έργα που έγιναν παραστάσεις και γνώρισαν μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία : «Ο Γιος Μου Νικόλαος Μάντζαρος», «Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού, η Διάφανη», «Βασιλική Τριανταφύλλου: Αχ! Γιάννη μ’», «Νικολέτα Νομικού - Συγγρού: Ο Ανδρέας Μου» και «Ολυμπιάδα ή Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;». Πέντε μάνες (Ρεγγίνα Μάντζαρου, Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού, Βασιλική Τριανταφύλλου, Νικολέτα Νομικού Συγγρού και Ολυμπιάδα), που μιλούσαν για τους γιούς τους (Νικόλαο Μάντζαρο, Διονύσιο Σολωμό, Ιωάννη Μακρυγιάννη, Ανδρέα Συγγρό και Μέγα Αλέξανδρο).

Για τις ανάγκες του φεστιβάλ, γίνεται ανάθεση σε θεατρικούς συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιούς και άλλους καλλιτέχνες, οι οποίοι καλούνται να δημιουργήσουν ένα θεατρικό project με πρωταγωνίστρια την μάνα ενός σημαντικού, για την ιστορία της Ελλάδας, άνδρα. Μονόλογοι που ξεδιπλώνουν την ζωή αυτών των σπουδαίων ανθρώπων και αποτελούν φόρο τιμής στις γυναίκες που τους ανέθρεψαν.

Στόχος του φεστιβάλ είναι να αναδείξει και να προβάλει την σύγχρονη ελληνική καλλιτεχνική δημιουργία, παντρεύοντας την πείρα των παλαιοτέρων με την ορμή των νέων δημιουργών. Στηρίζει και στηρίζεται στο νεοελληνικό κείμενο και φέρνει στο φως άγνωστες πτυχές της ιστορίας μας. Τα έργα αυτά έχουν βαθιά κοινωνικοπολιτική χροιά και θίγουν τα κακώς κείμενα της κοινωνίας μας, που εξακολουθούν να υφίστανται ακόμη και σήμερα. Έχουν έντονο εκπαιδευτικό χαρακτήρα, απευθύνονται και αφορούν κάθε πολίτη αυτής της χώρας και προβάλουν την ιστορία και τον πολιτισμό μας.

 

Κατασκευή κοστουμιού: Νότα Μπενετάτου

Φωτογραφίες παράστασης: Χριστίνα Φυλακτοπούλου

Αφίσα παράστασης : Γιάννης Κεντρωτάς

Trailer / Κινηματογράφηση: ORKI Productions

Πρόγραμμα παράστασης: Εκδόσεις Βακχικόν

Επικοινωνία / Προώθηση παράστασης: Νταίζη Λεμπέση

Παραγωγή: Team Vault AMKE

* Το φεστιβάλ «Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ... » πραγματοποιείται με την οικονομική υποστήριξη και την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού

*ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ

Φωτογραφίες

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Από τον Ιωάννη Λάζιο

    Στο θέατρο «Επι Κολωνώ» είδαμε την παράσταση «Ο Συνεργός». Σε γενικές γραμμές η σκηνοθεσία στηρίχτηκε στην έννοια της λευκότητας και στον ρεαλισμό. Τόσο στη σκηνογραφία, όσο και στον φωτισμό επιλέχθηκε το λευκό. Ακόμα και στα οπτικοακουστικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν (video) κυριαρχούσε το λευκό φως και βέβαια το φόρεμα της Αθηνάς Σακαλή ήταν λευκό. Αποσυμβολίζοντας αυτή την επιλογή, θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι μια προσπάθεια να καταδειχθεί η φαινομενική καθαρότητα και αγνότητα της κοινωνίας και πώς αυτή η καθαρότητα υποχωρεί, καθώς εξελίσσεται η θεατρική πράξη.

    Ειδικότερα, η σκηνοθεσία ακολούθησε την πλοκή του έργου, η οποία στόχο είχε να αναδείξει τις κοινωνικές επιπτώσεις στη ζωή των προσώπων, τα διλήμματα και τις εσωτερικές συγκρούσεις που βιώνουν όσοι ανήκουν στον περίγυρο ενός δολοφόνου. Αυτό αναδείχθηκε ικανοποιητικά από τον Γιώργο Χριστοδούλου, ο οποίος σκηνοθέτησε την παράσταση. Σίγουρα τον βοήθησε, που είναι και ο συγγραφέας του έργου. Ενδιαφέρον, είχε και η χρήση οπτικοακουστικών μέσων (video) παράλληλα με την θεατρική πράξη. Τέλος, ο ρυθμός της παράστασης ήταν μέτριος και αυτό έδινε το περιθώριο να αναπτυχθεί ο κάθε χαρακτήρας ικανοποιητικά, αλλά όχι απόλυτα, με αποτέλεσμα να έχουμε κενά αντίληψης ως προς το γιατί αντιδρούν όπως αντιδρούν τα πρόσωπα του δράματος. Αλλά ήταν τόσο λίγο που δεν επηρέαζε την θεατρική πράξη.

    Στο κομμάτι της υποκριτικής, όλοι τους υπήρξαν εξαιρετικά πειστικοί ως προς αυτό που κλήθηκαν να αποπερατώσουν. Σου έδιναν την εντύπωση, πως δεν ερμηνεύουν, αλλά πως είναι ο ρόλος. Αυτό είναι ένα σπουδαίο επίτευγμα! Ήταν τρομακτικό να βλέπεις τον Γιώργο Τριανταφυλλίδη: οι εναλλαγές, η ένταση, ο θυμός και η οργή του ήταν μεταδοτική, σε σημείο να ξεχνάς ότι είναι ένας ρόλος και να τον αντιπαθείς βλέποντάς τον. Ο Χρήστος Κοντογεώργης αποτύπωσε την απελπισία του με γλαφυρότητα. Η Φανή Παναγιωτίδου στον ρόλο της τραγικής μάνας υπήρξε καθηλωτική. Έδωσε γλαφυρά μορφή στην άγνοια, την ελπίδα, το αδιέξοδο και φυσικά την αγανάκτηση και την τραγική θλίψη. Πλησίασε τον ρόλο της χωρίς υπερβολές και ακρότητες χαρίζοντάς μας μια πλήρη ερμηνεία. Αναφορικά με την Μαρία Προϊστάκη, έχω να πω ότι σε σημεία η ερμηνεία της υπήρξε αδύναμη και ίσως επιφανειακή στις μεταβάσεις. Ακόμη, παρατήρησα μια δυσκολία στην εκφορά του λόγου της όταν ανέβαζε την ένταση στην φωνή της.

    Να μη λησμονήσουμε, βέβαια, και την συμμετοχή της Αθηνάς Σακαλή, μέσω βίντεο, που το τραγούδι της προσέθεσε μια διαφορετική νότα στην παράσταση. Η φωτεινή της παρουσία μέσω της οθόνης αναδείκνυε ακόμα πιο έντονα το σκοτάδι της αποτρόπαιας πράξης του δολοφόνου.

    Το σκηνικό και τα κοστούμια ήταν των Αλέξανδρος Γαρνάβος, Τζίνα Ηλιοπούλου. Πρέπει να πούμε για το σκηνικό ότι η λευκότητά του είχε ενδιαφέρον σαν σύλληψη, ειδικότερα καθώς μειούνταν στην διάρκεια της παράστασης. Ακόμη, ότι ο σκηνικός χώρος ήταν χωρισμένος σε δύο κέντρα: το σπίτι και το εκτός σπιτιού χώρο. Τοποθετώντας το σπίτι στο κέντρο δείχνει την συνάφεια με την σκηνοθεσία και το κείμενο, που τοποθετεί το ελληνικό σπίτι στο επίκεντρο, αλλά το αφήνει έκθετο χωρίς τοίχους ανοιχτό στην κοινωνία. Ενδιαφέρον, παρουσίασε η ρωγμή στον τοίχο του σπιτιού, μέσα από τον οποίο έβγαινε χώμα. Είναι ένα σημείο καμπής στην εξέλιξη της ιστορίας και των σχέσεων του ζευγαριού που μένει στο σπίτι και θυμίζει συνεχώς ότι αν κάτι ραγίσει δύσκολα ξανακολλάει. Πρέπει να επισημανθεί εδώ ότι η σχέση του σκηνικού με το κοινό είναι προβληματική για κάποιους θεατές, καθώς δημιουργούν πρόβλημα ορατότητας οι μπροστινές κολώνες και αναγκάζει αυτούς που βρίσκονται στα άκρα τις πλατείας να κινούνται δεξιά και αριστερά. Για τα κοστούμια δεν μπορούμε να πούμε και πολλά. Τίποτα το αξιοσημείωτο, πέραν του ότι ακολουθούσαν μια συνέπεια συνοχής με την ρεαλιστική σκηνοθεσία, ειδικά με την αλλαγή φάση της μητέρας, που ντύνεται στα μαύρα, όταν περνά από την άγνοια στην γνώση και μαθαίνει ότι η κόρη της έχει δολοφονηθεί.

    Ο φωτισμός της Ναυσικάς Χριστοδουλάκου ανέδειξε την λευκότητα του σκηνικού και την ενσωμάτωσε. Επικεντρώθηκε στην ορατότητα και όχι στην προσπάθεια δημιουργίας ατμόσφαιρας, με εξαίρεση την σκηνή με το κερί, που δημιούργησε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα.

    Φεύγοντας από το θέατρο «Επι Κολωνώ», φεύγεις με την εντύπωση ότι ο χρόνος σου δεν πήγε στράφι, που νομίζω είναι η μεγαλύτερη αγωνία των θεατών. Φεύγεις έχοντας δει μια εξαιρετικά δυνατή παράσταση. Μελανό σημείο στην εμπειρία μου είναι ότι το θέατρο επέτρεπε στο κοινό να μπαίνει με τα ποτά του στην αίθουσα και φυσικά να πίνει κατά τη διάρκεια της παράστασης. Το αποτέλεσμα; Να ακούγονται τα παγάκια να χτυπούν σε κρίσιμες δραματικές στιγμές. Επιπλέον, επέτρεψε σε κάποιους να βγουν την ώρα της παράστασης και να επιστρέψουν με γεμάτο ποτό, όντας μεθυσμένοι, να μιλούν και να γελούν την ώρα της παράστασης! Αυτή η ασυδοσία δεν είναι δυνατόν να ενισχύεται από το θέατρο. Κατανοώ ότι είναι δύσκολοι καιροί για τα θέατρα και ότι τα μπαρ των θεάτρων είναι πηγή εσόδων για αυτά, αλλά δεν μπορούμε να δεχόμαστε αυτή την συμπεριφορά που προσβάλει αφενός το κοινό που προσπαθεί να αφεθεί στις ερμηνείες και αφετέρου τους ηθοποιούς που καταθέτουν την αλήθεια τους, με πόνο και δυσκολία ψυχής. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά του θεάτρου από τον κινηματογράφο: το κοινό έρχεται σε μέθεξη και δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει γιατί μπορεί τελικά να καταστρέψει με την στάση του μια υπέροχη παράσταση.