Το παλτό

Αρχείο Παίχτηκε από 14/10/2019 έως 10/12/2019
στο Αργώ

2ος χρόνος παραστάσεων
Διάρκεια: 90’
Συγγραφέας: Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ
Απόδοση: Γιώργος Κουσκουλής
Σκηνοθέτης: Γιώργος Χουλιάρας - Ευθύμης Μπαλαγιάννης
Σκηνογραφία: Αμαλία Αντώνη
Κοστούμια: Αμαλία Αντώνη
Φωτισμοί: Χρήστος Μπαλαγιάννης
Μουσική: Γιώργος Ζαχαρίου
Ερμηνεύουν: Ευθύμης Μπαλαγιάννης, Γιώργος Χουλιάρας, Γιώργος Κουσκουλής, Γιώργος Ζώης, Λήδα Μανουσάκη, Μιχάλης Δελής, Ευστρατία Λυρατζοπούλου

Περιγραφή

 «Το Παλτό» του Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ επιστρέφει στο Θέατρο Αργώ για δεύτερη χρονιά, από τη Δευτέρα 14 Οκτωβρίου κάθε Δευτέρα και Τρίτη .

          Μια παράσταση που αγαπήθηκε από το κοινό και γνώρισε μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία. Το έργο βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ, ενός συγγραφέα που θεωρείται πατέρας του χρυσού αιώνα του ρώσικου πεζογραφικού ρεαλισμού.

Περισσότερα

«Ας είχα ένα παλτό για να ζεστάνω την ζωή μου...»

«Εδώ και λίγο καιρό ο Ακάκι Ακάκιεβιτς μάταια διέσχιζε τρέχοντας τη μοιραία απόσταση. Ένιωθε να τον περονιάζει το ψύχος και ιδιαίτερα στην πλάτη και στους ώμους. Κατέληξε να αναρωτηθεί μήπως τυχόν έφταιγε το παλτό του. Το εξέτασε στο σπίτι του σχολαστικά και ανακάλυψε πως σε δύο ή τρία σημεία, ακριβώς στην πλάτη και στους ώμους, το ύφασμα είχε πάρει τη διαφάνεια της γάζας και πως η φόδρα είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Πρέπει να ξέρουμε πως το παλτό του Ακάκι Ακακίεβιτς τροφοδοτούσε και αυτό τα σαρκαστικά αστεία του γραφείου του, του είχαν μάλιστα αφαιρέσει την ευγενική ονομασία του παλτού και το αποκαλούσαν περιφρονητικά πατατούκα».

 Όπως χαρακτηριστικά είπε ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι  «Όλοι βγήκαμε από το παλτό του Γκόγκολ» και δεν έχει άδικο, αφού πρόκειται για ένα διήγημα με εξαιρετική δυναμική που ώθησε την ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα ένα βήμα παρακάτω και παραμένει επίκαιρο μέχρι σήμερα.

Λίγα λόγια για το «Το Παλτό»:

Ο Ακάκι Ακάκιεβιτς, είναι  ένας φτωχός υπάλληλος σε κάποιο υπουργείο στην Αγία Πετρούπολη που συνθλίβεται μέσα στο ασφυκτικό και αδιάφορο περιβάλλον μιας κάποιας δημόσιας υπηρεσίας.

Ο ήρωας του Γκόγκολ, που θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε υπάλληλος σε οποιαδήποτε πόλη και σε οποιοδήποτε χρόνο, είναι ένα μικρό αόρατο γρανάζι, που κάνει απλά την δουλειά του. Οι συνάδελφοι του, όχι μόνο αδιαφορούν για την μοναξιά του, αλλά τον χλευάζουν και τον υποτιμούν διαρκώς, ίσως γιατί ο Ακάκι Ακάκιεβιτς αποτελεί τον αδύναμο κρίκο σε μια αλυσίδα που και οι ίδιοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι.

Μέσα σε αυτόν τον αδιάφορο και ψυχρό μηχανισμό που συνθλίβει κάθε τι ζωντανό, κανείς δεν γλιτώνει, ούτε καν οι ήσυχοι και συνετοί αυτού του κόσμου, που κάνουν απλά την δουλειά τους. Αντίθετα αυτοί κατασπαράσσονται πρώτοι.

Το μόνο που έρχεται να ρίξει λίγο φως στον μονότονο και άδειο τρόπο της ύπαρξης του είναι η απόκτηση ενός καινούργιου παλτό. Ένα καινούργιο πανωφόρι το οποίο θα γίνει και η αφορμή της τραγικής κατάληξης του.

Όταν χάσεις αυτό που σε «ζεσταίνει», τότε αυτό που έρχεται να σε τυλίξει, είναι το ψύχος του θανάτου.

Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Δημόσιες σχέσεις: Αντώνης Κοκολάκης
Παραγωγή: Θέαση

Φωτογραφίες

9 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Συμπαθητική παράσταση, εξαιρετικός ο κος Μπαλαγιάννης.
    Σκηνοθετικές επιλογές όμως που οδήγησαν τους υπόλοιπους ηθοποιούς σε ανοίκειες ερμηνείες, με έντονα στοιχεία υπερβολής, χωρίς ουσιαστικό λόγο, για ένα έργο με τόσο απλό και κατανοητό κείμενο.

  2. Μια παράσταση που από την αρχή μέχρι το τέλος είναι πολύ καλά μελετημένη σκηνοθετικά και οι ηθοποιοί είναι άψογοι. Η σκηνοθεσία μου άρεσε πάρα πολύ. Θαυμάσια παράσταση. Θα ήθελα να την ξαναδώ.
    Ευχαριστώ πολύ το Θεατρομάνια

  3. Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή
    Ο Γκόγκολ είναι, δίχως αμφιβολία, ο πατέρας του ρώσικου πεζογραφικού ρεαλισμού ο οποίος σφράγισε τον 19ο αιώνα. Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι είχε πει χαρακτηριστικά για αυτόν: «Όλοι βγήκαμε από το παλτό του Γκόγκολ»

    Γεννήθηκε όμορφος και άκακος. Τον είπαν Ακάκιο Ακάκιεβιτς. Οι συνάδελφοί του, όπως και εκείνος, όλοι εμφανίζονται με λευκή περιβολή, παντελόνι και μπλούζα, δίνοντας την εντύπωση νεογέννητου, μιας καθαρής φύσης, η οποία στη συνέχεια ενδύεται τη στολή, το κοστούμι του εκάστοτε ρόλου. Διευθυντής (Μιχάλης Δελής), Ράφτης (Γιώργος Χουλιάρας), Αστυνομικός (Γιώργος Κουσκούλης), Άννα Ιβάνοβνα (Ευστρατία Λυρατζοπούλου), Γυναίκα του Ράφτη (Ειρήνη Χατζηνίκου), Σπιτονοικοκυρά (Λήδα Μανουσάκη), Ακάκιος Ακάκιεβιτς (Ευθύμης Μπαλαγιάννης). Με χαμηλό φωτισμό και ανάβοντας έναν αναπτήρα ανακοινώνουν τη γέννηση αυτού του ανθρώπου, που ένα απρόσωπο, καταπιεστικό κοινωνικό πλέγμα θα τον οδηγήσει στο θάνατο.

    Στο ξεκίνημα βλέπουμε τη σπιτονοικοκυρά του να τον ξυπνά για να πάει στη δουλειά. Του δίνει το παλτό του παλιοκαιρισμένο και σε άθλια κατάσταση, υποδεικνύοντάς του να επισκεφτεί το ράφτη από επάνω για να του φτιάξει καινούργιο. Ενώ αυτός λέει ότι η οικονομική του κατάσταση δεν είναι καλή, εκείνη διεκδικεί το νοίκι της και όταν της το δίνει, το κρατά στη χούφτα και το μετρά, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να ανταποδώσει την καλημέρα του Ακάκιου, έχοντας πλήρως αφομοιωθεί από το χρήμα. Υπέροχη η έκφραση της φιλοχρήματης σπιτονοικοκυράς (Λήδα Μανουσάκη). Πρώτο χτύπημα στην ευαισθησία του Ακάκι. Εκείνος επεξεργάζεται το παλτό, που είναι εντελώς ξηλωμένο, επισημαίνοντας κάθε τόσο με οποιαδήποτε ευκαιρία ότι το κρύο είναι εχθρικό στην Πετρούπολη. Πηγαίνει σε ένα υπόγειο για την καθημερινή του εργασία στην οποία αποτελεί ένα γρανάζι της γραφειοκρατικής μηχανής, διεκπεραιώνοντας απλές υποθέσεις, την ώρα που οι ανώτεροι αλλά και οι συνάδελφοί του, του φέρονται με υπεροψία κάνοντας αστεία εις βάρος του.

    «Κανείς δεν θυμόταν πότε είχε μπει στο υπουργείο ο Ακάκι Ακάκιεβιτς και ποιος τον είχε συστήσει. Όσο κι αν άλλαζαν οι διευθυντές, οι τμηματάρχες, οι προϊστάμενοι, αυτόν τον έβλεπες πάντα καθισμένο στη θέση του, στην ίδια στάση, απασχολημένο στην ίδια δουλειά του διεκπεραιωτή, έτσι που αργότερα μερικοί είπανε πως είχε έρθει στον κόσμο με στολή και με φαλάκρα. Κανείς δεν τον είχε σε υπόληψη. Οι κλητήρες, όχι απλώς δεν σηκώνονταν όταν περνούσε, αλλά και δεν έδιναν περισσότερη προσοχή στην παρουσία του απ' όση στο πέταγμα μιας μύγας. Οι ανώτεροί του τον μεταχειρίζονταν με δεσποτική ψυχρότητα.»

    Δύσκολα θα εύρισκε κάποιος έναν υπάλληλο τόσο συνεπή, να αντιγράφει ένα έγγραφο για πρωτοκολληθεί, να αρχειοθετηθεί, να καταχωρηθεί. Εν τω μεταξύ όλοι τον προτρέπουν να αλλάξει το φθαρμένο του παλτό, την «πατατούκα» του. Εκείνος που τόση ώρα δε μιλά, αλλά εισπράττει την κοροϊδία και την απαξίωση των ανθρώπων γύρω του εξανίσταται: « Μα τι σας έχω κάνει;»

    Ο Ακάκι Ακάκιεβιτς δεν είναι ένα γελοίο πρόσωπο. Δεν είναι ένας απλός καρπαζοειπράκτορας. Είναι το πρόσωπο αυτό, που ο απρόσωπος, αδηφάγος, ληστρικός μηχανισμός ισοπεδώνει, τον διαλύει, τον εξαφανίζει γιατί η δική του αγνότητα και αλήθεια είναι η μεγαλύτερη απειλή που μπορεί να οδηγήσει στη διάβρωσή του, είναι ο μεγεθυντικός καθρέφτης της ασχήμια του.

    Κάποια στιγμή η Διευθύντριά του του δίνει ένα έγγραφο να το μετατρέψει από το πρώτο πρόσωπο στο τρίτο, για να κερδίσει μερικά χρήματα παραπάνω και να αντικαταστήσει το παλιό παλτό του ώστε να μην κρυώνει με το βαρύ κρύο της Πετρούπολης. Αυτό όμως του φαίνεται ακατόρθωτο, καθώς εκείνος μπορεί μόνο να αντιγράφει.

    Οι «συναδελφικές» σχέσεις είναι μια πιστή απεικόνιση όλων αυτών των αντίστοιχων σχέσεων σε δημόσιους οργανισμούς, όπως αυτός του Υπουργείου Δημόσιας Οικονομίας και Δημοσίων ,Κτιρίων, όπου εργάστηκε ως γραφιάς. Με το σώμα του ο ηθοποιός Ευθύμης Μπαλαγιάννης δείχνει το φόβο του Ακάκι Ακάκιεβιτς Μπασμάτσνικοφ και την αμυντική αναδίπλωση στον εαυτό του μπροστά στη θηριώδη συμπεριφορά των συναδέλφων του. Αποφασίζει να επισκεφτεί τον ράφτη της γειτονιάς του, την ώρα που εκείνος τσακώνεται με τη γυναίκα του. Τους παρακολουθούμε να διαπληκτίζονται, απειλώντας ο ένας τον άλλον, βγάζοντας αμφότεροι ήχους και βρυχηθμούς ζώων, δείχνοντας καθαρά ότι δεν εκτιμά καθόλου ο ένας τον άλλον. Ο Ακάκι του ζητά να επιδιορθώσει το παλτό του, αλλά εκείνος του λέει ότι είναι ρετάλι, ένα κουρέλι και δεν επιδιορθώνεται. Του προτείνει να του ράψει ένα καινούργιο και ενώ ξέρει την άθλια οικονομική κατάσταση του Ακάκι, πλαταγίζει τη γλώσσα του βλέποντας ότι μπορεί να βγάλει λεφτά ακόμα και από τον αδύνατο αυτό κακομοίρη γραφιά και να κλείσει έτσι το στόμα της γυναίκας του, που τον θεωρεί άχρηστο που δε φέρνει λεφτά στο σπίτι. Του ζητά 150 ρούβλια, ενώ γυναίκα του παρεμβαίνει λέγοντας: « Τι λες στον άνθρωπο, κουνάβι;» «Με 80 ρούβλια θα σας φτιάξει ένα παλτό να το ευχαριστηθείτε.» Αυτή η γκροτέσκα σκηνή, με τους Γιώργο Χουλιάρα και Ειρήνη Χατζηνίκου αποτυπώνει την οξεία ενδοοικογενειακή κρίση, την έλλειψη επικοινωνίας, την καιροσκόπο διάθεση, παραβλέποντας την αδυναμία του ανθρώπου να αντεπεξέλθει. Για να το πάρει το παλτό θα βάλει τον εαυτό του σε μεγάλες στερήσεις. Ζητά για παράδειγμα από την σπιτονοικοκυρά να καταργήσουν τη θέρμανση και να μην του φέρνει φαγητό. Όταν εμφανίζεται με το καινούργιο παλτό του στην υπηρεσία, όλοι εκστασιάζονται. Το ρούχο κάνει τον παπά. Στοχευμένη η ειρωνεία του Γκόγκολ. «Τι παλτουδάρα είναι αυτή;» Του ζητούν κέρασμα, αλλά εκείνος τους λέει με συστολή ότι δεν μπορεί να τους κεράσει. Ο Ακάκιεβιτς, ωστόσο, δεν το χαίρεται για πολύ γιατί κακοποιοί τον σταματάνε στο δρόμο και του το κλέβουνε. Το χτύπημα αυτό τον καταρρακώνει: «Βοήθεια με κλέψανε!» Η εμπλοκή του με τα γρανάζια ενός άλλου παθογενούς συστήματος τον οδηγεί σε νέο αδιέξοδο. Πηγαίνει να καταγγείλει την κλοπή και εμπαίζεται από τον αρχηγό της αστυνομίας , που προσποιείται τον υπάλληλο λέγοντάς του ότι ο ανώτερός του απουσιάζει. Ιδιαίτερα αντιπαθής ο Γιώργος Κουσκουλής στο ρόλο του Αστυνομικού, πότε απαθώς κάνει γυμναστική και πότε τον διώχνει γιατί είναι η ώρα του κολατσιού του. Πάντως τον χειρίζεται σαν πιόνι, μέσα σε ένα υποκριτικό και εξαιρετικά βίαιο περιβάλλον. Ενώ τον κλέψανε κατηγορείται ότι έφταιγε ο ίδιος. «Κάντε μια μήνυση κατ΄αγνώστου, αλλά μην περιμένετε πολλά πράγματα!» Λίγο προσπαθεί να σηκώσει το ανάστημά του λέγοντας ότι η Πετρούπολη έχει γεμίσει κλέφτες και αμέσως ο Αστυνόμος τον κατηγορεί λέγοντάς του ότι είναι εχθρός του τσάρου. Τον φοβερίζει για να του κόψει τη φωνή και το πετυχαίνει. Εξαιρετική η ερμηνεία του Γιώργου Κουσκουλή , που έχει κάνει και τη θεατρική μεταφορά του έργου με καίρια επιλογή των σημείων και σωστή μετατόπιση της πλοκής σε ένα εφιαλτικό, καφκικό περιβάλλον, που ευνοείται από το φωτισμό του Χρήστου Μπαλαγιάννη και την υπέροχη σκηνοθετική ματιά του Γιώργου Χουλιάρα, με έμφαση στην αλλοίωση του ανθρώπου από όλους αυτούς τους εξωγενείς παράγοντες, που δεν αφήνουν περιθώρια προσωπικής εξέλιξης ιδιαίτερα όταν κάποιος είναι κοινωνικά αδύναμος.

    Η Άννα Ιβάνοβνα (Ευστρατία Λυρατζοπούλου), η προϊσταμένη, τυπική και ανάλγητη και ο Στεπάν Βαρλάμοβιτς, ο Διευθυντής (Μιχάλης Δελής), ερωτύλος που εκμεταλλεύεται το αξίωμά του, γεμάτος καχυποψία ότι οι υπάλληλοι, οι δούλοι του δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, ενώ ο ίδιος απτόητος ερωτοτροπεί με την Άννα Ιβάνοβνα. Ο Ακάκι πεθαίνει από το κρύο σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον για αδύναμους ανθρώπους σαν αυτόν. Καταπληκτική η σκηνή που σέρνεται μέχρι το σπίτι του νεκρός και τον ανακαλύπτει η σπιτονοικοκυρά(Λήδα Μανουσάκη), δείχνοντας πρώτη φορά ένα ανθρώπινο πρόσωπο και με μια υπέροχη απολύτως ελεγμένη κίνηση αγγίζει με δέος τον νεκρό νοικάρη της. Η ζωή συνεχίζεται στη διάβρωσή της και μετά το θάνατο του Ακάκι.

    Η αδικία στοιχειώνει την πόλη. Το βράδυ κυκλοφορεί φάντασμα που κλέβει παλτά ανθρώπων υψηλής θέσης. Το ανθρωπάκι αυτό, με σώμα κουασιμόδου, σέρνει τα παλτά των ισχυρών που τον άφησαν να πεθάνει στο κρύο τους, που του στέρησαν το ελάχιστο που αναλογεί στον καθένα, που αδιαφόρησαν για την κατάντια του. Όχι δεν εκδικείται αυτός. Το παλτό που φωτίζεται στο βάθος της σκηνής, αυτό εκδικείται την κοινωνική ανισότητα και την αδικία.

    Μια εξαιρετική παράσταση βασισμένη στο αριστουργηματικό κείμενο ενός μεγάλου συγγραφέα, με διαχρονική αξία. Μια προσπάθεια συνολική, με ωραίες ερμηνείες, που έκαναν το κείμενο πλήρως κατανοητό στους θεατές.