Κριτική για την παράσταση "Αμερικάνικος Βούβαλος"

Από την Υπ. Διδάκτoρα Θεατρολογίας Σιμόνη- Μαρια Γκολούμποβιτς 

Ο Αμερικάνικος Βούβαλος, γραμμένος το 1975, αποτελεί το πιο δημοφιλές θεατρικό έργο του Αμερικανού συγγραφέα Ντέβιντ Μάμετ, για το οποίο απέσπασε σημαντικές διακρίσεις, όπως το βραβείο OBIE και αυτό των Αμερικανών Κριτικών. Πρόκειται για μια κλασική τραγωδία με πρωταγωνιστή τον ιδιοκτήτη ενός παλιατζίδικου (Ντον), ο οποίος προσπαθεί να διδάξει στον νεαρό προστατευόμενό του (Μπόμπ) πως να συμπεριφέρεται ως ένα εξαίρετο άτομο. Κατά τη διάρκεια της διαπαιδαγώγησης, ο Ντον χάνει τον ηθικό προσανατολισμό του παρασυρόμενος από τον Δάσκαλο, ένα υποκοσμικό στοιχείο. Στην συνέχεια όμως, μόνος του αναθεωρεί τη στάση του και αντιλαμβάνεται την ανάγκη εσωτερικής αλλαγής και κατάρριψης της ματαιοδοξίας του.

Η σκηνοθεσία του Θανάση Σαράντου αποτέλεσε μια ιδιαίτερη διευθέτηση και ερμηνεία του κειμένου, η οποία είχε έναν υψηλό βαθμό σταθερότητας, με έντονο -αμερικανικό- ρεαλισμό που παρέπεμπε σε ιστορίες γκάγκστερ. Έχοντας ως συνιστώσα και αφετηρία της θεατρικής του δημιουργίας την άμεσα κατανοητή και ελεύθερη μετάφραση του Δημήτρη Τάρλοου, με τους αποσπασματικούς και κοφτούς διαλόγους, την αθυρόστομη και χυδαία γλώσσα (που σε μερικά σημεία θα μπορούσε να μετριαστεί) και τα στοιχεία χιούμορ αποκωδικοποίησε τους ψυχολογικούς/ ιδεολογικούς μηχανισμούς και τη συμπεριφορά των ηρώων του.

Η οργάνωση του κόσμου της σκηνής και η δημιουργία του φανταστικού χώρου επιμελήθηκαν από την Άση Δημητρολοπούλου. Η σκηνή του Metropolitan Urban Theater μεταμορφώθηκε σε ένα παλαιοπωλείο το οποίο συντέλεσε στη δημιουργία της γενικής ατμόσφαιρας της παράστασης και της υποστήριξης των ενεργειών που απελευθερώνονταν από τους καλλιτέχνες. Η χωρικότητα δεν προέκυψε μόνο από την ειδική χρήση του χώρου από πλευράς ηθοποιών αλλά και από τη μοναδική ατμόσφαιρα που αυτός απέπνεε. Διέθετε συγκεκριμένο σκελετό και όγκο και παρέμεινε αναλλοίωτος για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Παρά τη νωχελικότητα της έναρξης, που εν τάχει άρθηκε, οι διαδικασίες της ενσάρκωσης που επιτέλεσαν οι ηθοποιοί Θανάσης Σαράντος, Χριστόδουλος Στυλανού και Πάρης Σκαρτσολιάς, στηρίχτηκαν στην παραγωγή ενέργειας, με την εκφορά του σώματος ως ενεργό και ενεργητικό. Ο εσωτερικός κόσμος των ηρώων εκφράστηκε με σωματοποιημένες χειρονομίες (gestus), παύσεις αλλά και με τη δυναμική της φωνής τους. Ο Θανάσης Σαράντος ως ''δάσκαλος'' μεταμορφώθηκε με μαεστρία σ' ένα ζοφερό και σκιώδες στοιχείο. Με σύλληψη και υλοποίηση της γενικής αισθητικής γραμμής του ρόλου απέδωσε τη ψυχοσύνθεση του νευρικού και αντιδραστικού ήρωά του. Μια ένσταση μονάχα ως προς την ένταση που απέδωσε στην τελευταία σκηνή του ξεσπάσματος μεταξύ των τριών ηρώων: οι διαρκείς μετατοπίσεις του ρυθμού της κίνησης και της ομιλίας του ηθοποιού σε συνδυασμό με τη διάλυση του σκηνικού χώρου εκ μέρους του, διαμόρφωσαν ένα πεδίο μάχης όχι μόνο μεταξύ ατόμου και κοινότητας αλλά και μεταξύ σώματος και γλώσσας παραποιώντας σε ένα βαθμό τη συνταγματική δομή της. Θα ήταν προτιμητέο ένα περισσότερο εσωτερικό/ δραματικό ξέσπασμα απουσία μελοδραματικών τόνων, προς αποφυγή περίσσιου άγχους και -εξεζητημένου- συναισθηματικού όγκου ειδικά σε ένα μικρό θεατρικό χώρο με τους θεατές να είναι τόσο κοντά και στο ίδιο -σχεδόν- επίπεδο με τη σκηνή.

Ο Χριστόδουλος Στυλιανού μετουσίωσε τον Ντον, τον ιδιοκτήτη του παλαιοπωλείου, με ένα ενιαίο ύφος στην υποκριτική του προσέγγιση εξαλείφοντας κάποιες μικρές ατέλειες ουδετερότητας και ραθυμίας που εντοπίστηκαν στο πρώτο μέρος της παράστασης. Η ερμηνεία και ο συναισθηματικός του τόνος απογειώθηκαν στον επίλογο, καθώς ο ηθοποιός μεταμόρφωσε το φαινομενικό του σώμα σε σημειωτικό κατά τρόπο ώστε αυτό να αποτελέσει έναν νέο φορέα, ένα νέο υλικό σημείο σημασιών του γλωσσικού κειμένου. Τέλος, ο Πάρης Σκαρτσολιάς πλησίασε τον ρόλο του πονηρού, φοβισμένου και δουλοπρεπή Μπομπ με μια εσωτερικότητα που αναδείκνυε τα βαθύτερα κοινωνικά προβλήματα χωρίς υπερβολές και ακρότητες.

Το γίγνεσθαι της παράστασης ολοκληρώθηκε από τους φωτισμούς του σκηνοθέτη, όπου επικεντρώθηκαν στην ορατότητα όσο και στη δημιουργία μιας κατανυκτικής ατμόσφαιρας αλλά και από την μουσική επένδυσή της παράστασης (Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης), η οποία όμως θα μπορούσε να εμπλουτιστεί περισσότερο έτσι ώστε να ρυθμίζει τη διάρκεια και την ακολουθία των γεγονότων και της ψυχολογίας των προσώπων. Τέλος, τα κουστούμια (Άση Δημητρολοπούλου) ήταν εναρμονισμένα στην δεκαετία του ’70 και ταιριαστά με την προσωπικότητα των ηρώων.

Εν κατακλείδι η σκηνοθετική προσέγγιση του Θανάση Σαράντου, παρά τις παραπάνω παρατηρήσεις, δημιούργησε μια γέφυρα με έντονη την αλληλεπίδραση του «εξωτερικού» με το «εσωτερικό» στοιχείο, στην τέχνη και στο κοινωνικό της πλαίσιο. Τρία θεματικά/υφολογικά επίπεδα (οι σχέσεις εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου, ισχυρού-αδυνάτου, δασκάλου-μαθητή) υπογραμμίστηκαν και μας υπέβαλαν σε μια διαδικασία αξιολόγησης και κρίσης των λαμβανόμενων πληροφοριών.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ