Κριτική για την παράσταση "Φράνκι και Τζόνι"

Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη

Ο Γιώργος Σκεύας μεταφέρει, μεταφράζει, διασκευάζει, σκηνοθετεί, επιμελείται τα κοστούμια αλλά και τους φωτισμούς της ταινίας του Terrence McNally, σε σκηνοθεσία Garry Marshall, Φράνκι και Τζόνι, μια κλασική ρομαντική κομεντί (1991) με τους Al Pacino και Michelle Pfeiffer στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, τους οποίους εύστοχα υποδύονται ο Τάσος Ιορδανίδης και η Ιωάννα Παππά, ζευγάρι επί σκηνής για δεύτερη φορά, μετά τους Άμλετ και Οφηλία, ενσαρκώνοντας με ιδιαίτερη μαεστρία το νεοϋορκέζικο ζευγάρι, όπου παλεύει ο καθένας με τις δικές του νευρώσεις: εκείνη, απογοητευμένη από τις προηγούμενες σχέσεις της, και μη θέλοντας να υποκύψει στις οικογενειακές πιέσεις, κλείνεται στο καβούκι της και στον κλειστό κοινωνικό περίγυρο της δουλειάς της, ένα συνοικιακό εστιατόριο, όπου η ίδια σερβίρει, όπου μια μέρα εμφανίζεται εκείνος ως μάγειρας, έχοντας εκτίσει μια μικρή ποινή στη φυλακή, όπου πέρασε το χρόνο του διαβάζοντας βιβλία και θέλοντας να ξαναρχίσει τη ζωή του. Μοιραία ερωτεύονται, και το έργο παρακολουθεί την ζωή τους, όπου ξεδιπλώνονται οι μεταξύ τους σχέσεις, μέσα από την απλή καθημερινότητα, φωτογραφίζοντας τον μικρόκοσμο του καθενός, μια μικρογραφία της αμερικανικής κοινωνίας της δεκαετίας του ‘90.

Όπως η Φράνκι παρακολουθεί από το παράθυρό της τις ζωές της γειτονιάς της, έτσι κι εμείς παρακολουθούμε μια «φέτα ζωής» από το κινηματογραφικό παράθυρο της σκηνής του Altera Pars, που εντέχνως αξιοποίησε ο σκηνοθέτης, και βλέπαμε κι εμείς όλα όσα η ηρωίδα μας περιέγραφε: εικόνες οικογενειακής βίας, αποξένωσης, μοναξιάς.

Το ρομαντικό άρωμα της ταινίας αποτυπώνεται μέσα από τη σκηνοθετική ματιά, φωτίζοντας με δεινότητα όλες τις πτυχές του έργου, καθώς όλη η δράση στήνεται στο σπίτι της Φράνκι, και ειδικότερα στην κρεβατοκάμαρα, χωρίς ωστόσο να λείπει κάτι από την συνολική σεναριακή πλοκή. Μου άρεσε ιδιαίτερα η σκηνοθετική «εκμετάλλευση» του χώρου, αξιοποιώντας και την πάνω σκηνή ως επιπλέον δωμάτιο (κάνοντας και τη διαφορά με την ταινία μιας που εκεί δεν εμφανίζεται καθόλου η κουζίνα) δίνοντας περισσότερο «αέρα» αλλά και ιδιαίτερη δυναμική ειδικότερα στις διαλογικές στιγμές, όπου χώριζε και κυριολεκτική απόσταση τους ήρωες. Ωστόσο, ευχάριστη αίσθηση μου δημιούργησαν οι αναγνωρίσιμες σκηνοθετικά κινηματογραφικές εικόνες, που προσέγγιζαν αρκετά την κινηματογραφική μεταφορά. Ο ρυθμός του έργου, μολονότι η διάρκεια ίσως ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη από όσο θα μπορούσε (στο διάλειμμα, το οποίο ήταν μάλλον περιττό, αναρωτηθήκαμε αν τελείωσε) ήταν αρκετά ευχάριστος, ωστόσο μου έλειψε λίγο περισσότερη ενέργεια σε κάποιες στιγμές, όπως στις πιο τεταμένες στιγμές μεταξύ των ηθοποιών, αλλά και στις πιο αφηγηματικές ενδεχομένως. Οι μουσικές επιλογές της Σήμης Τσιλαλή, πέραν από το κινηματογραφικό Claire de Lune του Debussy, το οποίο ήταν εξίσου ευχάριστο όσο κι αναμενόμενο, σε συνδυασμό με τον φωτισμό, δημιούργησαν ένα εξαιρετικό ατμοσφαιρικό αποτέλεσμα.

Μέσα από μια νηφάλια αφήγηση, παρακολουθούμε τη σχέση τους να εξελίσσεται ξεδιπλώνοντας με μαεστρία κρυφές πτυχές των δύο ηρώων, τα προβλήματα και τις ευαισθησίες τους. Η Φράνκι νιώθει να έχει πια εκδιωχθεί από το ανέστιο βασίλειο του έρωτα, κι ο Τζόνι φοβάται πως η συναισθηματική του δοτικότητα δεν βρίσκει πλέον αποδέκτη, ωστόσο επιμένει να διεκδικεί αυτό που θεωρεί το άλλο του μισό.
Πρόκειται για έναν ψίθυρο, διότι οι οικείες και αναγνωρίσιμες καταστάσεις που δημιουργούνται στην σκηνή αρύονται εικόνες, βιώματα κι εμπειρίες της καθημερινής αλήθειας, στην οποία εν τέλει καταφεύγει πιο εύκολα ο θεατής, νιώθοντας την γλυκιά θαλπωρή της οικειότητας.

Οι χαρακτήρες ήταν δομημένοι αρκετά ολοκληρωμένα, όπως και η μεταξύ τους σχέση, ειδικότερα η διαφορετική μοναχικότητα του καθενός, αλλά και η κυνική πλευρά ταυτόχρονα - ιδιαίτερα της Φράνκι. Με μια ψίχα θεατρική, η Ιωάννα Παππά μας χαρίζει μια μεστή ερμηνεία, με άρτια χρήση των εκφραστικών της μέσων, προσεγγίζοντας με χάρη και λεπτότητα τις υφέσεις και τις εξάρσεις της ηρωίδας της. Ο Τάσος Ιορδανίδης προσέγγισε με εξαιρετική ευστοχία τη νευρωτική πλευρά του Τζόνι, παρουσιάζοντας ωστόσο μια μικρή υποτονικότητα στις ψυχογραφικές του διακυμάνσεις.

Παρόλο που δεν είναι εύκολο να ενσαρκώσεις στη σκηνή ήρωες που έχουμε ήδη εικονοποιήσει στο μυαλό μας, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για δύο τόσο καταξιωμένους ηθοποιούς, ωστόσο η σκηνική χημεία απέδωσε καρπούς, χαρίζοντάς μας όμορφα συναισθήματα. Οι διάφορες εκφάνσεις του έρωτα, μέσα από μια τόσο τρυφερή οπτική, με έκαναν να θέλω να δω ξανά την ταινία και να νοσταλγήσω τα τότε πρωτόγνωρα συναισθήματα που μου είχε δημιουργήσει…

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ