Κριτική για την παράσταση "Γελούσε άραγε ο Κυρ-Αλέξανδρος;"

Από την Κατερίνα Βαρδακαστάνη

Είδαμε την παράσταση «Γελούσε άραγε ο κυρ-Αλέξανδρος;» σε δραματουργική επεξεργασία – σκηνοθεσία – σκηνογραφική επιμέλεια Μανώλη Γιούργου, στον Χώρο Τέχνης Ιδιόμελο. Πρόκειται για τρία δραματοποιημένα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Οι «Κουκλοπαντριές», «Το κουκούλωμα» και ο «Πανδρολόγος». Όποιος είδε αυτήν την παράσταση καταλάβε γιατί ο κυρ-Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, όχι μόνο γελούσε, αλλά και χειροκροτούσε!

Λίγα λόγια για τον κυρ- Αλέξανδρο…

Παρόλο που έχουν περάσει 113 χρόνια από το θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ακόμα οι φιλολογικοί κύκλοι και οι άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, προσπαθούν να προσεγγίσουν το έργο αυτού του ιδιοφυούς συγγραφέα, που ο Κ.Π. Καβάφης τον αποκάλεσε ως «την κορυφή των κορυφών» και ο κόσμος τον αποκαλούσε ως «Άγιο των ελληνικών γραμμάτων». Όμως το έργο του Παπαδιαμάντη δεν αφορά μόνο στους ειδικούς πάνω σε θέματα γλώσσας και συγγραφής. Ο Παπαδιαμάντης αγαπήθηκε απ' όλον τον κόσμο της εποχής, που έζησε και έγραψε, αλλά και από τους μεταγενέστερους. Πώς γίνεται κάποιος να περάσει στη σφαίρα των κλασσικών και τα έργα του να αγκαλιάζουν γενιές και γενιές Ελλήνων; Η απάντηση είναι στα ίδια τα έργα, που είναι αριστουργήματα. Ο ίδιος ο συγγραφέας δεν είχε την τύχη να δει κάποιο διήγημά του τυπωμένο. Όμως μέχρι και σήμερα, όποιος θέλει να ακούσει πώς χτυπάει η καρδιά του Έλληνα, αρκεί να διαβάσει Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Η συγκίνηση μας λοιπόν περισσεύει, όταν πληροφορούμαστε ότι τρία από τα διηγήματά του ανεβαίνουν στη σκηνή. Και λόγω της «ευαισθησίας» που τρέφουμε στην «γλώσσα» του Παπαδιαμάντη, που πολλοί προσπάθησαν να την οικειοποιηθούν και να την φέρουν «πιο κοντά» στην νέα ελληνική, που ομιλείται στις μέρες μας, χωρίς βέβαια να το καταφέρουν για πάρα πολλούς λόγους, η παρακολούθηση της παράστασης « Γελούσε άραγε ο κυρ-Αλέξανδρος» στον Χώρο Τέχνης Ιδιόμελο, σε δραματουργική επεξεργασία – σκηνοθεσία – σκηνογραφική επιμέλεια Μανώλη Γιούργου, ήταν αναγκαία, για να διαπιστώσουμε καταρχάς και κύρια τον «σεβασμό», που αρμόζει στην «γλώσσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Και το αποτέλεσμα μας δικαίωσε, όχι μόνο γιατί απολαύσαμε Παπαδιαμάντη, αλλά και γιατί απολαύσαμε την ψυχή του Έλληνα πάνω στο σανίδι.

Η παράσταση

Ο Χώρος Τέχνης Ιδιόμελο, που παίζεται η παράσταση «Γελούσε άραγε ο κυρ- Αλέξανδρος;» είναι μια απρόοπτη συνάντηση με τον άχρονο χρόνο. Πρόκειται για ένα κτήριο διατηρητέο νεοκλασικής αρχιτεκτονικής, αρχοντικό, μέσα σε ένα υπέροχο κήπο, (διότι αυτά τα σπίτια, τότε που χτίζονταν, προέβλεπαν και την αισθητική του περιβάλλοντα χώρου). Χώρος Τέχνης στο κέντρο του Αμαρουσίου, εύκολα προσβάσιμος με το τρένο και σε εξαιρετικά ήσυχη γειτονιά. Όλα έδειχναν ότι θα είχαμε τις ιδανικές συνθήκες, καθώς και ο ίδιος ο θεατρικός χώρος, ο ειδικά διαμορφωμένος μέσα στο κτήριο, μας έδωσε την αίσθηση ότι αυτά τα έργα τέτοιους χώρους θέλουν.

Τα σκηνικά ελάχιστα έως συμβολικά, επί σκηνής, να υπονοούν περισσότερο παρά να σκηνογραφούν το περιβάλλον. Κι αυτό κατανοητόν βέβαια, αν σκεφτεί κανείς ότι, οποιαδήποτε προσπάθεια μίμησης και αποτύπωσης των περιγραφών του Παπαδιαμάντη, είτε για τη φύση, είτε για τις γειτονιές των ανθρώπων που παρουσιάζει, θα ήταν ακατόρθωτη λόγω του πλούτου της περιγραφής. Δεν υπήρχε, όμως, και λόγος νατουραλίστικης προσέγγισης του χώρου, όπως διαπιστώσαμε μόλις άρχισε η παράσταση. Ο σκηνοθέτης Μανώλης Γιούργος, που έχει και τη σκηνογραφική επιμέλεια και υπογράφει τη δραματουργική επεξεργασία, πολύ στοχευμένα οδήγησε τη ματιά του θεατή, όχι στο «πού βρίσκονται» οι ήρωες αλλά στο «ποιοι είναι» και «τι βιώνουν». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να μπορέσουμε ως θεατές να «συγκεντρωθούμε» στο έργο και να απολαύσουμε την ιδιάζουσα γλώσσα του Παπαδιαμάντη, που τόσο αγαπάμε, αλλά και να δούμε τους ηθοποιούς να σκιαγραφούν ο καθένας με τον τρόπο του, τους χαρακτήρες που ερμηνεύουν, μιας παλιάς μεν Ελλάδας, που υπάρχουν όμως, μέχρι και σήμερα.

«Εν αρχή ην ο λόγος» στην παράσταση «Γελούσε άραγε ο κυρ- Αλέξανδρος» κι η σκηνοθεσία οδήγησε τους ηθοποιούς Μανώλη Γιούργο, Γεωργία Δεληγιαννοπούλου, Δήμητρα Κωνσταντινοπούλου και Πάνο Πανάγου σε άμεσες και γρήγορες εναλλαγές ρόλων, προκειμένου τίποτα να μην αφαιρεθεί από την αφήγηση του Παπαδιαμάντη. Οι ηθοποιοί μετουσιώνονται σε διαφορετικούς χαρακτήρες κατά τη διάρκεια της σκηνικής αφήγησης, εκπόνημα εξαιρετικά δύσκολο. Το γ΄ πρόσωπο γίνεται β΄ πρόσωπο επί σκηνής κι αυτό δίνει τη θέση του σε διάλογο φανταστικό, ερμηνευμένο από τον ίδιο τον ηθοποιό με τον εαυτόν του. Όλα πάνω στην ικανότητα του ηθοποιού να μπορέσει να αποδώσει τα μέγιστα για το διήγημα, που δραματοποιεί. Με απόλυτο σεβασμό ηθοποιοί και σκηνοθέτης μας χαρίζουν μια απολαυστική παράσταση γεμάτη με τα έντονα συναισθήματα, που έχει ο Παπαδιαμάντης στην γραφή του. Μελαγχολία από τη μια, χαρά από την άλλη. Κλάμα και φτωχολογιά από την μια, γέλιο και σάτιρα από την άλλη. Σκοτάδι και φως, αγάπη και μίσος, προσδοκίες και απογοητεύσεις. Όλα όσα περιγράφουν τον κάθε Έλληνα, τον κάθε άνθρωπο του τότε και του τώρα τα είδαμε και τα αισθανθήκαμε στην παράσταση.

Κι όπως είπε ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, υπό άλλες συνθήκες  «Κατ' κείνην τν μέραν συνέβη ν εμαι πλούσιος…», έτσι κι εμείς αποχωρήσαμε ευτυχείς από τον αρχοντικό Χώρο Τέχνης Ιδιόμελο κι ακούσαμε το γέλιο του κυρ-Αλέξανδρου, ίδιο με το δικό μας.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ