Κριτική για την παράσταση "Σλουθ"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Ο Σωτήρης Χατζάκης σκηνοθετεί το Σλουθ του Άντονι Σάφερ και πρωταγωνιστεί ο ίδιος στο ρόλο του Άντριου Γουάικ μαζί με τον Δημήτρη Μυλωνά στο ρόλο του Μίλον Τιντλ. Το έργο παρουσιάζεται στο Από Μηχανής Θέατρο από την Πέμπτη 18 Νοεμβρίου. Το «Σλουθ» παίχτηκε για περισσότερες από 2.300 παραστάσεις στο West End του Λονδίνου και περίπου 2.000 παραστάσεις στο Broadway. Κέρδισε το Βραβείο Τόνι ως το καλύτερο έργο για το 1970. Δύο χρόνια αργότερα διασκευάστηκε για τον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία Τζόζεφ Μάνκιεβιτς με τους Μάικλ Κέιν στο ρόλο του Μίλον Τιντλ και τον Σερ Λόρενς Ολίβιε στο ρόλο του Άντριου Γουάικ. Ο Ολίβιε κέρδισε το βραβείο των Κινηματογραφικών Κριτικών της Νέας Υόρκης και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ.

O Άντριου Γουάικ τελείωσε το 22ο αστυνομικό του μυθιστόρημα και βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης μέθης για την επιτυχία του. Είναι σε έναν τρομερό ενθουσιασμό, θριαμβολογεί και δείχνει πάντα έτοιμος για νέα ξεκινήματα. Ο Σωτήρης Χατζάκης μπαίνει σταδιακά στο ρόλο, ώστε να οδηγηθεί στην κορύφωση μέχρι το τέλος του α’ και μετά του β΄ μέρους. Ο χώρος του σαλονιού του Γουάικ γίνεται αρένα, όπου κονταροχτυπιούνται μέχρι θανάτου δυο άνθρωποι, με εντελώς διαφορετική προσέγγιση της πραγματικότητας, με πρόσχημα μια γυναίκα, την Μάργκαρετ, την γυναίκα του Γουάικ και συνάμα ερωμένη του Τιντλ.

Το έργο αφορά από την αρχή αυτό που λέει ο συγγραφέας δια στόματος των ηρώων του, τη διαφορετική θεώρηση της πραγματικότητας. Ο Γουάικ πιστεύει ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα διασκεδάζει τα ευγενή πνεύματα, ενώ ο Τιντλ πιστεύει ότι τα ευγενή πνεύματα διασκεδάζουν τον συγγραφέα των αστυνομικών ιστοριών. Ο ένας είναι παντρεμένος με μια γυναίκα, την Μάργκαρετ, που είναι ερωμένη του άλλου. Δυο διαφορετικές φύσεις του ίδιου ανθρώπου.

Σύμφωνα με σημείωμα του ίδιου του Άντονι Σάφερ, το μυστικό της επιτυχίας του «Σλουθ» βρίσκεται στο ότι το έργο ουσιαστικά διακωμωδεί τις αστυνομικές ιστορίες κι εν γένει το αστυνομικό μυθιστόρημα και το κάνει αυτό χρησιμοποιώντας τα όπλα αυτού του ίδιου του μυθιστορήματος, δημιουργώντας ένα αστυνομικό θρίλερ για το θέατρο που χαρακτηρίζεται από σασπένς και κωμικό στοιχείο μαζί και απαιτεί δυνατές και δυναμικές ερμηνείες.

Και οι δυο ήρωες έχουν μια σχιζοφρενική συμπεριφορά. Αν όλα γίνονται, όπως φαίνεται μόνο μέσα στο κεφάλι του ήρωα τότε εκείνος βρίσκεται συνέχεια σε μια εμμονική, αυτιστική συμπεριφορά, όπου μονίμως δημιουργεί ακραίες καταστάσεις και κάνει αδιανόητες εικασίες- φαντασιώσεις. Ζει όσα γράφει και γράφει όσα ζει. Οι δυο διαφορετικές οπτικές που αναφέρθηκαν.

Οι φυσιογνωμίες, οι γκριμάτσες, εν γένει η κίνηση και η έκφρασή που αλλάζουν και οι δυο, θα μπορούσε να είναι από αστυνομικό κόμικ. Είναι νευρικοί, γελούν σαρκαστικά, πέφτουν κάτω, κυλιούνται, χορεύουν, αγκαλιάζονται, μεταμφιέζονται, απειλούν, πυροβολούν, λιποθυμούν. Ο Τιντλ λέει στον Γουάικ ότι του είναι πολύ δύσκολο να ζει χωριστά από τη γυναίκα που αγαπά αν και αυτή είναι η γυναίκα του άλλου. Εκείνος δήθεν αδιάφορος τον ρωτά αν σκέφτονται όταν πια θα είναι νόμιμα μαζί να κάνουν οι δυο τους παιδιά. Μιλούν για τον τρόπο ζωής που αρέσει στη γυναίκα του και εικάζει ότι δεν θα μπορεί ο Τιντλ να υποστηρίξει την ακριβή ζωή, που εκείνη θέλει. Ο Τιντλ έχει παρακολουθήσει τον Γουάικ και έχει αποδείξεις για την σουηδή ερωμένη του, την Ίνγκριντ, για την οποία ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά ότι είναι « ένα συμπαθέστατο τσουλί, αχόρταγο για σεξ». Είναι εθνικό σπορ στην Αγγλία «ο σαρκασμός του έρωτα» και όλο το έργο θίγει αυτή την παρακμή και την υποκρισία του αιώνιου έρωτα.

Οι δυο τους παίζουν ατελείωτα. Ο Γουάικ στήνει παγίδα στον Τιντλ ή απλά παίζει ένα νέο σενάριο για ένα καινούργιο μυθιστόρημα. Ο ένας έχει πραγματικά ανάγκη τον άλλον. Είναι χαμένος χωρίς τις πολύτιμες υπηρεσίες του άλλου. Ο χρόνος σε ό, τι κάνουν έχει καθοριστική σημασία, όλα πρέπει να ολοκληρωθούν ή να λυθούν σε καθορισμένο χρόνο. Το παιχνίδι τους θυμίζει εκείνο στις «Δούλες» του Ζενέ, που μεταμφιέζονταν επίσης και έπρεπε να ολοκληρώσουν την επιχείρησή τους, πριν την έλευση της Κυρίας.

Σαμποτάρουν το παιχνίδι τους με την παρουσία ενός τρίτου ρόλου, του Επιθεωρητή (Δημήτρης Μυλωνάς) , που στην ουσία είναι ο Τιντλ, που δήθεν έρχεται να εξιχνιάσει ένα έγκλημα, την εξαφάνιση του ίδιου του Τιντλ. Λέει χαρακτηριστικά ο Επιθεωρητής ότι είναι λυπηρό να παίζει κάποιος σαν παιδί, ειδικά όταν δεν είναι παιδί. Εννοεί όταν είναι ενήλικας και το παιδί που κρύβει μέσα του θέλει μανιωδώς να παίξει αχόρταγα.

Το πολυσημικό σκηνικό της ‘Έρσης Δρίνη με κούκλες, με παιχνίδια κάθε λογής, με βεστιάριο με αποκριάτικες στολές του Γουάικ, είναι ένας πρόσφορος χώρος για τον ήρωα του Γουάικ τον Μέριντιου, που μυρίζεται τους εγκληματίες πριν καλά καλά εγκληματήσουν και που στο πρόσωπό του συγκεντρώνει τον Γουάικ, τον Τιντλ και πολλούς ακόμα. Πρόκειται για μια πάλη με τον εσώτερο παιδικό εαυτό που επιμένει να παίζει, να γράφει μυθιστορήματα αστυνομικά και να φαντάζεται ανύπαρκτα πράγματα.

Σπαρακτική η τελική κραυγή του Σωτήρη Χατζάκη, στη σκηνή του αποχωρισμού από την παιδική φαντασία, από το παιδικό ατελείωτο παιχνίδι. Φιλί θανάτου και κραυγή υποδοχής στον κόσμο των ενηλίκων, όπου τα παιχνίδια δεν είναι πια παιχνίδια, αλλά πραγματική βία και θάνατος.

Η επιμέλεια της κίνησης της Ειρήνης Κυρμιζάκη, υπήρξε απόλυτα λειτουργική και συμβατή με τα έργο, το ίδιο και οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου.

Υπέροχα όπως πάντα τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ.

Πέρα από το ότι θα μπορούσαν να παραληφθούν κάποιες μεταμφιέσεις, που κούρασαν και διήρκεσε αρκετά το σημείο αυτό, μπορούμε να μιλάμε για ρεσιτάλ ερμηνείας του Σωτήρη Χατζάκη και σαν σωστός μαθητής ακολουθεί και ο Δημήτρης Μυλωνάς. Δεν ξέφυγαν ούτε λεπτό από τη παιγνιώδη, εγκληματική φύση του έργου. Ένα παιχνίδι για παιδιά όχι όμως για μεγάλα παιδιά γι΄αυτό και προορίζεται να καταλήξει.

Πληροφορίες για την παράστασηΕδώ