Συνέντευξη με τον ηθοποιό Μιχάλη Κουτσκουδή

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Πλατής 

Μιχάλης Κουτσκουδής: «Αυτό που με δυσκολεύει περισσότερο είναι να κάνω μια ουσιαστική συζήτηση»  

Συζήτηση με τον νεαρό ηθοποιό που πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Ανάμεσα στα ερείπια των Ελεύθερων Πολιορκημένων», μια περιπλάνηση στο κείμενο του Διονυσίου Σολωμού για τρία ακόμη Σαββατοκύριακα στο θέατρο Φούρνο.  

Τι σας γοήτευσε στην πρόταση της Ρηνιώς Κυριαζή και συμμετέχετε στην παράσταση; 

Η Ρηνιώ ήταν δασκάλα μου στη δραματική σχολή. Επομένως, γνώριζα τον ιδιαίτερο τρόπο δουλειάς της και την εμπιστεύτηκα αμέσως. Επίσης, είχε μια πολύ καθαρή σκέψη για το συγκεκριμένο έργο του Σολωμού και αξιοποίησε το καθετί που έφερα ως μνήμη ή βασικό ταυτοτικό μου στοιχείο, όπως την τοπική μου διάλεκτο και το παραδοσιακό τραγούδι. 

Πόσο επίκαιρος είναι ο Σολωμός σήμερα; 

Είναι η πρώτη μου επαφή με το έργο του Σολωμού. Κι όμως, αισθάνομαι την ανάγκη να μιλώ ξανά και ξανά τη γλώσσα του, να χάνομαι στους ήχους του. Ο άνθρωπος, ακόμα και σε ακραίες συνθήκες πίεσης, όπως αυτή των “Ελεύθερων Πολιορκημένων”, έχει επιλογή δράσης, αυτό που τον κινεί είναι μια εσωτερική δύναμη, ας την πω θέληση. Νομίζω ότι το στοιχείο αυτό τονίζει ο Σολωμός μεταξύ άλλων και φυσικά, είναι κάτι που έχουμε ανάγκη σήμερα. Γι’ αυτό εξακολουθεί να μας συγκινεί τόσο.  

Ποιος στίχος σας συγκινεί περισσότερο και γιατί; 

“Αθάνατη ’σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις;”. Νομίζω πως αυτές οι λέξεις γράφτηκαν χωρίς καμιά προσπάθεια από το Σολωμό, ήταν βαθιά ανάγκη να ειπωθούν. Γιατί με συγκινούν; Δε ξέρω.  

Τι σε δυσκολεύει περισσότερο στην εποχή μας; 

Να κάνω μια συζήτηση. Γενικώς, επικοινωνώ σ’ ένα επιφανειακό επίπεδο με τους άλλους. Όχι με όλους, αλλά με τους περισσότερους. Νιώθω να λέει ο καθένας το δικό του και να μη συμφωνούμε σε μια κοινή ανάγκη. Επίσης, οι συνθήκες εργασίας με κουράζουν και με απογοητεύουν. Όχι πάντα, βέβαια. 

Συμπλήρωσε τη φράση έγινα ηθοποιός γιατί… 

Δε ξέρω ακριβώς γιατί. Η ανάγκη μου να εκφραστώ με κάποιο τρόπο ξύπνησε στα τέσσερα μου. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο θυμάμαι τον εαυτό μου σ’ εκείνη την ηλικία ήταν η εκκλησία. Μου έκαναν εντύπωση οι φοβερές μορφές των ιερέων, ο τρόπος που επέβαλαν την παρουσία τους, τραβούσαν τα βλέμματα, είχαν την απόλυτη εξουσία κι όλα αυτά, μασουλώντας ακαταλαβίστικα πράγματα. Φοβερό ε; Οπότε, φορούσα κι εγώ ένα πετραχήλι κι ένα καλυμμαύχι, θύμιαζα μ’ ένα λιβανιστήρι κι έψελνα στο καφενείο του θείου μου. Γύρω μου οι θαμώνες παρακολουθούσαν. Εκ των υστέρων, αποδείχθηκε πως όλο αυτό το μασκαριλίκι ήταν ένας τρόπος να επικοινωνήσω, να εκφραστώ. Ίσως, θέλω να ξαναβρώ αυτή την ικανότητα για χαρά, έκφραση. Και φυσικά, μακριά από ευαγγέλια και χαζομάρες. 

Επόμενα επαγγελματικά σχέδια. 

Ολοκληρώνουμε τις παραστάσεις μας στις 12/12. Αν όλα πάνε καλά με την πανδημία, θα είμαι παρέα με μια ομάδα νέων ηθοποιών που θα ασχοληθούν με το έργο της Beth Henley “Εγκλήματα Καρδιάς”. Γενικότερα, συνεχίζω τις σπουδές μου, συναντιέμαι μουσικά με φίλους και κάνουμε διάφορα σχέδια με συναδέλφους. 

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ