Συνέντευξη με το Michael Seibel για την παράσταση "Το Όνομα του Ρόδου"

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Πλατής

Τι είναι αυτό που σας κέντρισε το ενδιαφέρον για να σκηνοθετήσετε το έργο αυτό;
Η πολυεπίπεδη ανάγνωση αυτού του κειμένου αποτέλεσε για μένα πρόκληση ενασχόλησης. Το μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο «Το όνομα του Ρόδου» είναι ένα ρεαλιστικό έργο, το οποίο μπορεί να αναγνωστεί σε διάφορα επίπεδα. Αποτελεί καταρχάς μία αστυνομική ιστορία, στην οποία ο αναγνώστης περιμένει να αποκαλυφθεί ο δολοφόνος. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας παραπέμπει σε έναν «μεσαιωνικό Σέρλοκ Χόλμς». Το δεύτερο επίπεδο είναι καθαρά ιστορικό. Η ιστορία εκτυλίσσεται στον ύστερο Μεσαίωνα, δίνοντας στον αναγνώστη πολλές πληροφορίες για μία εποχή, που οδεύει αργά και βασανιστικά στην Αναγέννηση. Το τρίτο επίπεδο είναι φιλοσοφικό και θεολογικό. Οι αιρέσεις, οι θεολογικές διαφωνίες των λογίων της Εκκλησίας την εποχή εκείνη, η σύγκρουση του καλού με το κακό, όπως διαφαίνεται μέσα από την αντιπαράθεση των δύο μερών της Ποιητικής του Αριστοτέλη: το πρώτο αναφέρεται στην Τραγωδία, δηλ. στο καλό, στο ιερό. Το δεύτερο στην κωμωδία και εκπροσωπεί το κακό και το βέβηλο. Το βασικότερο επίπεδο κατά τη γνώμη μου είναι καθαρά ποιητολογικής υφής: η αγάπη για τα βιβλία και την ανάγνωση. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας φανατικός βιβλιοφάγος, όλη η υπόθεση έχει να κάνει με ένα βιβλίο, για το οποίο θύτης και θύματα είναι σε θέση να κάνουν τα πάντα. Ο δράστης των δολοφονιών, ο τυφλός βιβλιοθηκάριος Χόρχε ντε Μπούργκος παραπέμπει στον συγγραφέα  Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο οποίος ήταν επίσης τυφλός και βιβλιοθηκάριος. Μάλιστα η βιβλιοθήκη της Μονής μοιάζει με εκείνη τη βιβλιοθήκη, την οποία ο Μπόρχες περιγράφει στο διήγημά του «Η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ».  Αυτά τα επίπεδα ανάγνωσης καλούμαι να τα μεταφέρω επί σκηνής μέσα σε ένα απόλυτα ρεαλιστικό πλαίσιο.

Υπάρχει σύνδεση στην παράσταση με τη σημερινή εποχή;
Το έργο αυτό πραγματεύεται τον φανατισμό που εμφανίζεται σε διάφορες μορφές σε μια κοινωνία. Ένας φανατισμός που μπορεί ακόμα και να οδηγήσει στη δολοφονία κάποιου άλλου. Πρόκειται για ένα έργο που μας διδάσκει πως οφείλουμε να είμαστε ανεχτοί στη διαφορετικότητα, να μην έχουμε παρωπίδες και να συμφιλιωθούμε με την άλλη άποψη.

Έτσι και η σκηνοθεσία θα καταδείξει το φανατισμό και τους κινδύνους που εγκυμονεί προβληματίζοντας και παράλληλα διδάσκοντας τον θεατή. Ευελπιστώ ότι μέσα από αυτή την παράσταση ο θεατής θα σκύψει περισσότερο μέσα του, θα αναγνωρίσει τον δικό του προσωπικό φανατισμό και θα κατανοήσει πόσο αυτός δυσχεραίνει την ατομική και κοινωνική του ζωή.  Θα συνειδητοποιήσει ότι η βιαιότητα και η άκαμπτη μισαλλοδοξία, απόρροια του φανατισμού, αδρανοποιούν τις δημιουργικές του δυνάμεις και παρουσιάζονται ως τροχοπέδη στην εξέλιξή του. Το έργο αυτό δίνει έμφαση στη σημασία της  ορθής, ανθρωπιστικής παιδείας που προσφέρει στους ανθρώπους αφενός την ικανότητα να κρίνουν με αντικειμενικότητα τα δεδομένα της κοινωνικής πραγματικότητας και αφετέρου τους εξοπλίζει με βαθύ και αδιαπραγμάτευτο σεβασμό για την αξία της ανθρώπινης ζωής. Και όλα αυτά τα επιτυγχάνει η ανθρωπιστική παιδεία  με την ανάδειξη της σημασίας του διαλόγου στην αναζήτηση της αλήθειας, της ανεκτικότητας στις διαφορετικές απόψεις και αντιλήψεις, της κατανόησης πως η αλήθεια δεν είναι μονοσήμαντη ή μονόπλευρη, αλλά και της αξίας της αμφισβήτησης ως μέσου για τη διαρκή βελτίωση των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών. Η ελευθερία έκφρασης και σκέψης, η διαλλακτικότητα και η μετριοπάθεια συνιστούν βασικές ποιότητες για τους πολίτες μίας υγιούς κοινωνίας.

Το ανέβασμα σας έχει επιρροές από τα προηγούμενα ανεβάσματα σε κινηματογράφο, τηλεόραση και θέατρο; 
Το θέατρο ανήκει στις παραστατικές τέχνες που σημαίνει ότι στο επίκεντρο βρίσκεται πάντα η εμπειρία που μπορεί να έχει ένας θεατής παρακολουθώντας μια θεατρική παράσταση. Έτσι το ενδιαφέρον που μπορεί να βρει κανείς είναι η άμεση επίδραση που έχει ο θεατής με το να παρακολουθήσει μια παράσταση. Μιλάμε εδώ για μια δημιουργία την οποία θα πρέπει να την δει κανείς ανεξάρτητα από τις άλλες μορφές τέχνες. Σε κάθε περίπτωση η σύγκριση μεταξύ αυτών των διαφορετικών μορφών τέχνης δημιουργεί προβλήματα σε πολλά επίπεδα και σίγουρα αδικεί την περίπτωση μας. Ο θεατής που έρχεται με προκαταλήψεις και προσδοκίες έτσι κι αλλιώς χάνει κατά την γνώμη μου την ευκαιρία για μια προσωπική εμπειρία σε μια τέχνη που διαδραματίζεται αποκλειστικά στην διαδικασία του χρόνου.

Ο θεατής καλείται να απολαύσει «Το Όνομα του Ρόδου» ζωντανά ως θεατρικό έργο πλέον και όχι ως κινηματογραφική ή τηλεοπτική μεταφορά μέσω μίας εντελώς διαφορετικής αισθητικής στη σκηνοθετική προσέγγιση που διαφέρει κατά πολύ από αυτή της μεγάλης ή της μικρής οθόνης.

Τι σας δυσκόλεψε, αν σας δυσκόλεψε κάτι, στη θεατρική μεταφορά ενός τόσο εμβληματικού έργου;
Γενικότερα, η μετατροπή ενός μυθιστορήματος σε θεατρικό έργο είναι κάτι αρκετά δύσκολο. Η δυσκολία στο «Όνομα του ρόδου» είναι στο ότι δεν μπορεί εύκολα να καταταχθεί κάπου, καθώς θα μπορούσε να διαβαστεί ως αστυνομικό μυθιστόρημα, αλληγορία, μεσαιωνικό χρονικό αλλά και γοτθική νουβέλα. Συνδυάζει αριστοτεχνικά φιλοσοφικά, ιστορικά, θεολογικά και υπαρξιακά στοιχεία, γι’ αυτό και αποτελεί κι ένα πολύ ιδιαίτερο και αγαπητό βιβλίο.

Ποια ήταν η καλύτερη στιγμή των προβών σας έως τώρα;
Αυτό που καταλαβαίνω εγώ από τις πρόβες είναι πως αν δεν έχεις μια ομάδα συγκεκριμένων ηθοποιών να επωμιστούν το ειδικό βάρος που απαιτεί αυτή η παράσταση, τότε καλύτερα είναι να μην ασχολείσαι με έργα τέτοιου βεληνεκούς. Εγώ, ευτυχώς, έχω μια πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών στο πλάι μου που ανταποκρίνονται επάξια στις σκηνοθετικές μου οδηγίες και αποτυπώνουν στη σκηνή ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας;
Τα σχέδια μου για το μέλλον είναι πολλά τόσο στο θέατρο όσο και στο μουσικό/λυρικό θέατρο. Τα σχέδια αυτά θα πραγματοποιηθούν τους επόμενους μήνες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και θα ανακοινωθούν έγκαιρα.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ