Κριτική για την παράσταση "Οι παίχτες"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Πριν μιλήσουμε για το ανέβασμα του έργου, «Οι Παίχτες», από τον Γιώργο Κουτλή, στο θέατρο Κιβωτός, θα έπρεπε να θυμηθούμε το πλαίσιο δημιουργίας του έργου. Είμαστε στην δεκαετία του 1830 και το κλίμα χαρακτηρίζεται ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο από τη λογοκρισία. Τα περισσότερα ρωσικά έργα ήταν ακίνδυνα και κολακευτικά για τον εκάστοτε κηδεμόνα. Ο ρομαντισμός διατηρούσε την ισχύ του, ωστόσο, ο ρεαλισμός, που είχε ήδη εμφανιστεί στην Δύση, πλησίαζε όλο και πιο πολύ την «παγωμένη» Ρωσία. Από τους πρωτοπόρους στον τομέα του ρεαλιστικού δράματος ήταν ο Νικολάι Γκόγκολ, ο οποίος δε δίστασε να γράψει ένα έργο («Ο Επιθεωρητής», 1836), σατιρίζοντας τη διαφθορά και τη βαναυσότητα των αξιωμάτων. Ο ρεαλισμός του έγκειται κυρίως στο έντονο ενδιαφέρον του για την μικροπρέπεια και τη διαφθορά και ακυρώνεται, πολλές φορές από τους γκροτέσκους χαρακτήρες του. Στις κωμωδίες του διέπρεπε ένας περίφημος ηθοποιός της εποχής, ο Μιχαήλ Στσέπκιν, ο οποίος σύμφωνα με τον Στανισλάφσκι είναι ο πρώτος σπουδαίος Ρώσος ηθοποιός. Λένε ότι το φυσικό ύφος του ενθάρρυνε τους συγγραφείς να σκιαγραφήσουν πιο ρεαλιστικούς χαρακτήρες. Συνεπώς ο συγγραφέας του έργου, για το οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω, είναι ο Νικολάι Γκόγκολ και είναι από τις σημαντικότερες μορφές του ρεαλισμού στη Ρωσία.

Την παραπάνω πρόταση με δηκτική περιφρόνηση θα αμφισβητούσε η εγκυκλοπαίδεια Britannica. Θα μάς έλεγε -και μάλλον θα είχε δίκιο- πως αυτή μας η πεποίθηση, το δίχως άλλο, αποτελεί τον θρίαμβο της Γκογκολικής ειρωνείας. Ο Γκογκολ δεν είναι ένας ρεαλιστής συγγραφέας, είναι ένας είρωνας της πραγματικότητας.

Το έργο «Οι Παίχτες» είναι κωμωδία και ο Γκόγκολ τείνει να γράφει με έντονο το αίσθημα της απεριόριστης υπερβολής, που σύντομα αποκαλύπτεται σαν παντελής κενότητα, και η πλούσια κωμωδία του, γρήγορα τρέπεται σε μεταφυσικό φόβο επιβολής της ειμαρμένης. Και ενώ φαίνεται να πιστεύει στην μοιρολατρική πορεία του κόσμου, μάχεται κατά αυτής σε μια ουσιώδη προσπάθεια αμφισβήτησής της.

Όλα αυτά μπορεί να μοιάζουν με ιστορικές αναφορές και λεπτομέρειες άνευ σημασίας, αλλά πιστέψτε με είναι εξαιρετικά σημαντικά! Είναι σημαντικά γιατί ο Γκόγκολ είναι αυτός που χρειαζόμαστε για να αναδείξουμε την «δηθενιά». Ζούμε, δυστυχώς, στην παρακμιακή περίοδο της απόλυτης παντοδυναμίας του «politically correct», μιας ιδεοληψίας, που θέλει να ευαγγελίζεται την κατοχή του ορθού και αδιαμφισβήτητα σωστού. Ζούμε στην εποχή του «cancel culture», όπου ο Όμηρος είναι σεξιστής, ο Σαίξπηρ ρατσιστής, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης ή ο Κάντ και ο Ένγκελς στενόμυαλοι εκφραστές της πατριαρχικής σκέψης. Η ιδεοληψία αυτή αποδομεί ολόκληρο τον ανθρώπινο Πολιτισμό. Ιδιαίτερα τον Δυτικό Πολιτισμό στο σύνολό του.

Η πολιτικά ορθή σκέψη έχει έρθει στην Ελλάδα εδώ και καιρό και αφαιρεί τον πλούτο της έκφρασης από τη δημιουργία, από τη στάση (ιδιωτική και πολιτική) και εν τέλει από την ίδια τη ζωή. Είναι μια κεκαλυμμένη φασιστική, ελεγκτική ιδεολογία, που απορρίπτει, ψέγει και καταδικάζει οτιδήποτε και οποιονδήποτε παρεκκλίνει ή διαφωνεί με το δικό της ιδεολογικό πρίσμα.

Όλα αυτά είδα να ισοπεδώνονται στην παράσταση «Οι Παίχτες», του Γιώργου Κουτλή. Μια παρέα νέων ηθοποιών και λίγο μεγαλύτερων, να γελοιοποιούν την ουσία της πολιτικής ορθότητας και του συντηρητισμού. Να ειρωνεύονται, δηλαδή, με τόσο απροκάλυπτο τρόπο την ζοφερή πραγματικότητα. Να κλείνουν το μάτι στα στερεότυπα και μέσα από αυτά να χαρίζουν απλόχερα γέλιο.

Είναι απορίας άξιο, πώς η αισθητική που παρουσιάστηκε ήταν τόσο καλά στοιχισμένη στον άξονα της παραδοξολογίας του παιξίματος και της ειρωνικής διάθεσης. Πρώτα απ’ όλα τα στοιχεία του πανδοχείου και κατόπιν τα κοστούμια. Τόσο η δουλειά της Άρτεμις Φλέσσα, όσο και της Ιωάννας Τσάμη ήταν εναρμονισμένη με το πνεύμα του σκηνοθέτη ή από την διάθεση που ενέπνευσε και στον ίδιο τον σκηνοθέτη ο συγγραφέας: την αυθόρμητη διάθεση να παίξουν. Επίσης, οι φωτισμοί (Σάκης Μπιρμπίλης) και η ξέφρενη μουσική (Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης) κινούνταν στην ίδια κατεύθυνση.

Ξεκίνησα με τα σταθερά μέλη της παράστασης, διότι φοβάμαι πως αυτό που είδα είναι εξαιρετικά ευαίσθητο, ευμετάβλητο και τολμώ να πω υπερφυσικό, με την έννοια της υπέρβασης των ανθρώπινων δυνάμεων. Οι ηθοποιοί δεν έπαιζαν ακριβώς, αλλά παίζανε «ροκάροντας». «Χτυπιόντουσαν» πάνω στη σκηνή σ’ έναν δίωρο άθλο αντοχών. Ως εκ τούτου, δε μπορώ να πω πως η παράσταση που είδα θα μοιάζει με αυτή που μπορεί να δείτε εσείς. Μπορώ, όμως, με σιγουριά να πω ότι αυτό που είδα ήταν μια σπουδαία προσπάθεια, αποτέλεσμα συγκλονιστικού κάματου και δουλειάς και φυσικά πλεονάσματος ταλέντου. Ε και λίγο κουρασμένοι να είναι κάποια άλλη φορά, το πολύ από το «δέκα» να πέσουν στο «εννέα». Πάλι με «άριστα» θα περάσουν…

Αυτό γιατί οι ερμηνείες τους είναι αστείες. Τόσο αστείες, που το πράγμα γίνεται σοβαρό. Όλοι μαζί συντονισμένοι και καλοκουρδισμένοι λειτουργούν άψογα και συμπληρωματικά. Ο κάθε ένας καταθέτει πέραν του ταλέντου του και κάτι ακόμα. Το λεπτό χιούμορ, ο Γιώργος Τζαβάρας και ο Χρήστος Στέργιογλου. Το ανεπιτήδευτα κωμικό, ο Ηλίας Μουλάς. Το «έντονο» ο Βασίλης Μαγουλιώτης. Την ευειδή παρουσία του, ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος.

Σε αυτόν που αξίζει ιδιαίτερη μνεία είναι ο Γιάννης Νιάρρος. Σ’ όλη την διάρκεια της παράστασης δεν έχασε καθόλου τον ρυθμό του. Βρισκόταν υπό συνεχή ένταση και, όσο και αν φαντάζει εύκολο στον θεατή, δεν είναι. Πρόκειται, για μια προσπάθεια-άθλο, που καλείται να φέρει εις πέρας κάθε φορά. Είναι ένας ηθοποιός εξαιρετικά εύπλαστος, τόσο υποκριτικά, όσο και εμφανισιακά. Τολμώ να πω πως είναι από τους πιο σπουδαίους ηθοποιούς της γενιάς του και μ’ αυτή την πορεία που έχει, δεν θα αργήσει η μέρα που όλοι μας θα του το αναγνωρίσουμε.

Ο σκηνοθέτης, Γιώργος Κουτλής, επέλεξε να κρατήσει την ουσία του έργου. Να διατηρήσει δηλαδή ερμηνευτικούς άξονες πάνω στους οποίους θα μπορέσουν να ξετυλίξουν το ταλέντο τους οι ηθοποιοί. Φαίνονται πλήρως καθοδηγούμενοι σκηνοθετικά και ταυτόχρονα απελευθερωμένοι με ελευθερίες αυτοσχεδιασμού, που σχεδόν αγχώνουν. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που η παράσταση έχει συνταρακτικό ρυθμό και ταχύτητα. Κατόπιν, είναι αλήθεια κάθε στιγμή είναι μελετημένη. Συνεπώς, το αποτέλεσμα είναι να μπερδεύεται η πραγματικότητα με την φαινομενικότητα και έτσι να μένει η πεμπτουσία του έργου. Το πνεύμα του Γκόγκολ σαν απόηχος…

Κοντολογίς, να πούμε ότι μια παρέα νέων στην καρδιά και στο μυαλό ανθρώπων, κατάφερε να βγάλει από ένα έργο σχεδόν δύο αιώνων γέλιο μέχρι δακρύων σε πολλούς και αυτό χωρίς να υποπέσει στην ευκολία της βωμολοχίας. Επιτέλους, όταν τελειώσει η τεχνική συζήτηση, το γούστο είναι πάντα υποκειμενικό και στην κωμωδία… υποκειμενικότερο.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ