Κριτική για την παράσταση "154 Bertha"

Από τη θεατρολόγο Ραφαέλα Χαμπίπη

Το χάσμα των γενεών πέθανε. Τώρα τους χωρίζουν σύμπαντα.

Στην παράσταση154 Bertha, της Έλσας Ανδριανού, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Αμπαζή βρίσκεσαι σε ένα καθρέφτισμα, μία επίπονη αντανάκλαση, μία πρόσωπο με πρόσωπο αναμέτρηση με τα κακέκτυπα τις ελληνικής οικογένειας και την αλυσίδα τραυμάτων που κληροδοτεί διαχρονικά. Προσπαθώντας να μη γίνεις το γνώριμο τέρας, γίνεσαι μία παραλλαγή του, μία συνέχεια του με άλλη μάσκα, γίνεσαι όσα κορόιδεψες, όσα ηρωικά αποκήρυξες και όσα φοβήθηκες. Καμία γοητευτική Ορέστεια. Μονάχα ολέθρια αποδόμηση. Υπάρχει ελπίδα αν μία γενιά μηδενίσει και επενδύσει σε ένα καινούργιο σύμπαν;

Η δραματουργία της παράστασης, αριστοτεχνικά δομημένη και με αφοπλιστική διορατικότητα και τρομακτική ακρίβεια, θέτει τις στέρεες βάσεις για τη σύνθεση της σκηνοθετικής ματιάς η οποία απογειώνει το κείμενο και του δίνει μία σύγχρονη αλλά και ποιητική διάσταση. Η πραγματικότητα τρεμοπαίζει, αποδομείται, σείεται ρυθμικά και μεταμορφώνεται. Η παράσταση μοιάζει με ένα όνειρο, μια πραγματική σκηνή ιδωμένη από κλειδαρότρυπα, μία προσομοίωση σε μια παραλλαγή του metaverse, ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται κι αλλοιώνεται με τα εκάστοτε νέα δεδομένα, ένα ξεσκέπασμα ενός αθεράπευτου αυτοάνοσου. Κατορθώνει να περιπλέξει το υλικό πραγματικό με το άυλο ψηφιακό και τέλος με το δυστοπικό. Σε αυτό συμβάλλει και η σκηνογραφία (Ελένη Μανωλοπούλου) με την ειρωνεία της απειλητικής μαύρης τρύπας από πλαστικές καρέκλες, που δεσπόζει – ίσως και για χρόνια – δίχως να γίνεται αντιληπτή από τους ίδιους της τους κατασκευαστές, αλλά και η πρωτότυπη μουσική του Αμπαζή που ντύνει ολόσωστα τη δράση. Και όλα αυτά με ευστροφία και ταπεινότητα, δίχως περιττές μεγαλοπρέπειες, σα να παρατηρούν οι δημιουργοί από το σκοτάδι των παρασκηνίων, με ένα ειρωνικό μειδίαμα που μοιάζει με τον Ντα Βίντσι πίσω από το πρόσωπο της Τζοκόντα, το κοινό που μένει με το στόμα ανοιχτό.

Οι χαρακτήρες της παράστασης, είναι τόσο δουλεμένοι που από στερεότυπα γίνονται ενδείξεις. Η ομάδα των ηθοποιών γνωρίζει καλά τους ρόλους που υποδύεται. Φέρνουν τα βιώματα στον ρόλο μιας και θα ήταν απίθανο να μην έχει πέσει κανείς πάνω σε τέτοιους «τύπους». Είναι γνωστοί, φίλοι και συγγενείς. Είναι άνθρωποι περίπλοκοι και πολύπλοκοι. Η Αμαλία Τσεκούρα σηκώνει ηρωικά το βάρος της ενσάρκωσης μίας σύγχρονης γυναίκας που λαβώνεται από την πολλαπλή καταπίεση των ρόλων της συζύγου, της μητέρας, της καριερίστριας, της ξεχασμένης κόρης και εν τέλει της επιζώσας. Η εσωτερίκευση ενός προβληματικού μείγματος φεμινισμού και μισογυνισμού από αυτό το νέο είδος γυναίκας που κλήθηκε να ωριμάσει σε βίαιες συνθήκες, παρουσιάζεται συγκινητικά από την ηθοποιό. Ο Νέστορας Κοψιδάς είναι συμπαθής, οικείος και εκνευριστικός ταυτόχρονα ως ιδεολόγος άνδρας - πατέρας με τα δικά του τραύματα που διαμόρφωσαν την ίδια του την ιδεολογία και με τα οποία ξέχασε να αναμετρηθεί. Ο ηθοποιός ισορροπεί εξαιρετικά ανάμεσα στη θυματοποίηση και την βιαιότητα ενός άνδρα που όπως πάντα «δεν ξέρει τι έκανε λάθος». Η Δανάη Σαριδάκη αφήνει με αριστοτεχνία τον χαρακτήρα της να «σπάει» και να συνέρχεται ανά τακτά διαστήματα και έτσι η εύθραυστη και αρνούμενη την ενηλικίωση Ζωή, ζει με γνώμονα ένα παρελθόν που δεν υπάρχει πια. Η Λένα Μποζάκη έχει κατανοήσει το άκρως νιχιλιστικό πρόσημο του ρόλου της και καταφέρνει να αποδώσει τη μετεφηβική ψύχραιμη απάθεια μίας γενιάς που δεν ενδιαφέρεται ούτε να διατηρήσει ούτε και να αλλάξει τον κόσμο που της χρέωσαν. Οι νέοι ενήλικες μεγάλωσαν στον κόσμο των επιλογών και της πληροφορίας και καταλήγουν να διαλέγουν την ησυχία τους. Τέλος, Γιώργος Ζυγούρης ενσαρκώνει αποτελεσματικά και όντας διακριτικά – όσο επιτρέπεται - αστείος, ένα ρόλο καταλύτη. Ο ήρωας θυμίζει τον κύριο Λοκχαρτ του Μακφέρσον στον Φάρο αλλά και τον Άγγελο της αρχαίας τραγωδίας. Από μηχανής Θεός ή Διάβολος; Ο ρόλος του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και διπλός καθώς είναι η ενσάρκωση της μαύρης τρύπας που καταπίνει τους παλιούς αλλά και σώζει τους νέους, πιάνοντάς τους από το χέρι και οδηγώντας τους σε μία νέα πρόσφορη διάσταση. Τέλος, στην παράσταση υπάρχουν κι άλλοι αόρατοι πρωταγωνιστές. Ο κοινωνικός κύκλος με τα βίαια υποκριτικά γέλια του όταν σβήνουν τα φώτα και φυσικά οι τιμημένοι πρόγονοι. Οι γονείς των γονιών, τα φαντάσματά των οποίων στοιχειώνουν τη σκηνή, αποδεικνύοντας πως επιτυχία στο θέατρο είναι να προκαλούν δέος και όσα δε βλέπεις, αν όχι κυρίως αυτά.

Η παράσταση 154 Bertha αποτελεί μία αναμφισβήτητη επιτυχία του Θεάτρου Τέχνης, μία απόδειξη επίγνωσης της σύγχρονης συγκυρίας, ένα σκηνοθετικό και δραματουργικό κομψοτέχνημα με απτά – γήινα υλικά. Τέλος, αποτελεί πρότυπο για τη μορφή που θα πρέπει να έχει το σύγχρονο ελληνικό θέατρο.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ

1 ΣΧΟΛΙΟ