Κριτική για την παράσταση "Η ζωή μου στην τέχνη"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Πρόβα δύο ηθοποιών για τον Δον Ζουάν του Μπάυρον. Μέσα από το θέατρο αποκαλύπτεται η πραγματική ζωή. Με αφορμή το κείμενο καθένας ξεδιπλώνει τις δικές του ανασφάλειες, τις δικές του επιθυμίες, γίνεται καθρέφτης ο ένας του άλλου, άλλοτε στήριγμά του κι άλλοτε ανταγωνιστής του. Όλοι οι δυνατοί ρόλοι που κάποιος παίρνει στη ζωή αναπτύσσονται με αφορμή την πρόβα και τις σχέσεις που καλλιεργούνται γύρω από αυτήν. Μια κωμωδία καταστάσεων του Andrew Cowie σε μετάφραση Κατερίνας Βαϊμάκη και σκηνοθεσία Θοδωρή Βουρνά.

Μια θεατρική άσκηση για τη διερεύνηση του ρόλου,  η «καυτή καρέκλα» που μοιάζει πολύ με το « θάρρος ή αλήθεια», δίνει την ευκαιρία στον άλλο να αποκαλύψει τις κρυφές του σκέψεις, να μιλήσει έμμεσα στον άλλο ή να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις του. Πολλές φορές εκεί που πρέπει πειθαρχημένα να μιλήσει για το ρόλο ρου μιλά για τον εαυτό του.

Τα ίδια γεγονότα έχουν διαφορετική νοηματοδότηση για τον καθένα, τον κάθε ρόλο, τον κάθε ηθοποιό. Ο ίδιος άνθρωπος είναι διαφορετικός απέναντι σε κάποιον άλλον. Το τρίο αυτό, οι τρεις αυτοί ηθοποιοί , που θυμίζουν λίγο, όμως με κωμικό ύφος το « Κεκλεισμένων των θυρών» του Σαρτρ καλούνται να φέρουν σε πέρας μια παράσταση, ένα έργο , μια αποστολή, που συντονίζει ο μονίμως απών Ρόμπερτ, ο οποίος έχει βάλει υπεύθυνο στο πόδι του τον Γκράχαμ. Αυτός βγαίνοντας από μια σχέση πληγωμένος,  έχει ανάγκη να ερωτευτεί και  έτσι ερωτεύεται  κρυφά τον πρωταγωνιστή του, Στήβεν, ο οποίος ενώ είναι σε μια σχέση,  έλκεται από τη συμπρωταγωνίστριά του Ρεβέκκα.  Αυτή πάλι είναι φιλόδοξη και ανασφαλής, οπότε αναλώνεται σε λάθος σχέσεις.

Τα πράγματα φτάνουν στα όριά τους, ενώ η σκληρή καθημερινότητα πιέζει, με την ανεργία, τους συμβιβασμούς της δουλειάς, την οικονομική ανασφάλεια, την απέραντη μοναξιά και των τριών.

Η σκηνοθεσία του Θοδωρή Βουρνά δημιουργεί μια κωμωδία με ροή, με γέλιο, θίγοντας, ωστόσο, πάρα πολύ σοβαρά ζητήματα. Οι ηθοποιοί ενεργούν σαν ένα σώμα και υποστηρίζουν βαθιά τα τεκταινόμενα επί σκηνής. Ο καθένας έχει κάποια φιλοδοξία. Η Ρεβέκκα θέλει να εξελίχθη επαγγελματικά, ο Γκράχαμ θέλει να ολοκληρώσει την παράστασή  του  και ο Στήβεν θέλει να κάνει επιτέλους θέατρο, μιας και μέχρι εκείνη την ώρα έκανε κάτι διαφημιστικά και έπαιζε σε σειρές.

Η Φιόνα Γεωργιάδη,  είναι η Ρεβέκκα, η οποία υποδύεται το ρόλο της Δόνα Τζούλια. Ανασφαλής, εξαιρετικά φιλόδοξη, σχεδόν χαμένη σε έναν συναισθηματικό λαβύρινθο είναι έτοιμη να κάνει οτιδήποτε για να ανέλθει. Εξαιρετική ηθοποιία, λαγαρό ύφος, διαπνέεται από μια φρεσκάδα, που εξυπηρετεί την κωμωδία.

Ο Βαγγέλης Σαλευρής, στο ρόλο του Γκράχαμ, καταφέρνει να υποδυθεί τον  ομοφυλόφιλο, ειδικά στη σκηνή, που αντικαθιστά τη Ρεβέκκα στο ρόλο της και πρέπει να υποδυθεί εκείνος  τη Δόνα Τζούλια. Τα βλέμματα, οι υπαινιγμοί, οι κινήσεις, προκαλούν  το γέλιο, ενώ αποκαλύπτουν έναν ηθοποιό, που ελίσσεται στους ρόλους.

Στο ρόλο του Στήβεν ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος, ένας αθώος, ερωτευμένος νέος ηθοποιός, με εξαιρετική σωματική διάπλαση, έτσι που να γίνεται επιθυμητός, από του άλλους δύο ρόλους. Κωμικά ανυποψίαστος στη σκηνή με τον Βαγγέλη Σαλευρή στο ρόλο της Δόνας Τζούλιας, αλλά διεκδικητικός ως προς τη Ρεβέκκα την οποία φλερτάρει ανοιχτά.

Τα σκηνικά, όπως και τα κοστούμια της Σοφίας Λεγάτου, λιτά και απολύτως χρηστικά, εξυπηρετούν το θεατρικό παιχνίδι. Είναι όλα πολυχρηστικά  και εύκολα, εντελώς απλά. Αλλάζοντας ένα ρούχο, φορώντας το πάνω από ένα άλλο διαμορφώνεται το εκάστοτε επιθυμητό θεματικό πλαίσιο, όπως ας πούμε όταν για τις ανάγκες του ρόλου της Δόνα Τζούλια, η Ρεβέκκα φορά έναν κορσέ πάνω από την μπλούζα της και κρατά και μια βεντάλια. Αυτή την ίδια βεντάλια και μόνο όταν την κρατά ο Γκράχαμ και με την κατάλληλη υπόδηση, γίνεται Δόνα Τζούλια.

Μια σπαρταριστή κωμωδία, με ωραίες ερμηνείες, επιμελημένη σκηνοθεσία και έξυπνα σκηνικά και κοστούμια.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ