Κριτική για την παράσταση "Τζάσμιν"

Από τον Κωνσταντίνο Πλατή

Η Ελένη Ράντου είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση ηθοποιού. Εδώ και αρκετά χρόνια απoλαμβάνει κάτι παραπάνω από την απλή αποδοχή του κοινού. Οι θεατές την αγαπούν, νοιώθουν αρκετά οικεία μαζί της όταν τη προσεγγίζουν εκτός σκηνής και οι θεατρικές της παραστάσεις είναι από αυτές που αναμένει το κοινό με αγωνία κάθε χρόνο, με αποκορύφωμα το έργο «Κατάδικος μου», το οποίο έδωσε το έναυσμα πριν μερικά χρόνια για να μπει ξανά το νεοελληνικό έργο στις πρώτες επιλογές του κοινού. Κι η ίδια όμως δείχνει ότι προσεγγίζει τους ρόλους της και το κοινό της με μεγάλη ειλικρίνεια και αφήνει τον εαυτό της να εκφραστεί ελεύθερα, όπως όταν συγκινείται έντονα από το ένθερμο χειροκρότημα των θεατών στο τέλος κάθε παράστασης.

Φέτος λοιπόν έκανε δυναμική επιστροφή μετά τη «Φιλουμένα» και το «Χωρίς ανάσα...» έργα στα οποία δοκίμασε να δείξει διαφορετικές πτυχές του ταλέντου της χωρίς να έχει κατά τη γνώμη μου την ίδια επιτυχία με τα προηγούμενα έργα.

Ο τίτλος «Τζάσμιν», λοιπόν, μας προϊδεάζει ότι δεν θα δούμε μια πιστή μεταφορά του έργου του Γούντι Άλεν “Blue jasmine“ αλλά ένα κείμενο, διασκευασμένο από την Ελένη Ράντου και το Βαγγέλη Χατζηνικολάου, το οποίο είναι προσαρμοσμένο πάνω στους «κώδικες» που διευκολύνουν την Ελένη Ράντου να ερμηνεύσει ρόλoυς πιο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα, με έντονα δραματικά και κωμικά στοιχεία.

Αρχικά λοιπόν οι θεατές που έχουν δει και την ταινία ίσως να δυσαρεστηθούν από το «πείραγμα» δομικών στοιχείων στο ύφος που δίνει ο  Γούντι Άλεν στα έργα του. Σύντομα όμως και σίγουρα στο δεύτερο μέρος της παράστασης η Ελένη Ράντου καταφέρνει κάτι το οποίο της προσδίδει αυτή την ιδιαιτερότητα που έχει ως ηθοποιός. Κάνει το ρόλο «δικό της» και με την ειλικρίνεια που την χαρακτηρίζει στην ερμηνεία της, δημιουργεί μεγάλη συναισθηματική φόρτιση στο θεατή σε αντίθεση με την τακτική του Γούντι Άλλεν που προσεγγίζει περισσότερο «εγκεφαλικά» το κοινό του.

Παρόλα αυτά και ίσως λόγω του ελληνικού κοινού που είναι δεκτικό στη συναισθηματική προσέγγιση,  η Ελένη Ράντου δίνει εν τέλει τη δική της απόλυτα επιτυχημένη οπτική στην ερμηνεία του ρόλου της, χωρίς υπερβολές και επιτυγχάνει το τραγικά κωμικό ύφος που υπάρχει και στην ταινία. Εξαιρετικές είναι και οι ερμηνείες των άλλων ηθοποιών(Μάξιμος Μουμούρης, Παντελής Δεντάκης, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Κώστας Κορωναίος, Ορέστης Καρύδας και Δημήτρης Καπετανάκος), οι οποίοι είναι πιο κοντά στο «γουντιαλενικό» ύφος.

Ο Σταμάτης Φασουλής ως σκηνοθέτης είχε το δύσκολο ρόλο της καθοδήγησης της πρωταγωνίστριας όπου τα κατάφερε με μεγάλη επιτυχία καθώς επίσης και των υπολοίπων ηθοποιών σε ένα έργο όπου ο κάθε ρόλος είναι σημαντικός και έχει στοιχεία που πρέπει να αναδειχτούν. Ο ρυθμός της παράστασης ήταν επίσης πολύ καλά ρυθμισμένος και παρά τη δίωρη, τουλάχιστον, διάρκεια της, δεν κουράζει καθόλου το θεατή που παρακολουθεί με αγωνία την έκβαση κάθε σκηνής.

Το περιστροφικό σκηνικό από τη Μαγιού Τρικεριώτη είναι λειτουργικό και  έχει πολύ ωραίους συνδυασμούς χρωμάτων που προσδίδουν ρεαλισμό στη παράσταση, μαζί με τις επιλογές κουστουμιών της Κικής  Γραμματικοπούλου.

Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη είναι πολύ εύστοχοι και  με την κατάλληλη θερμότητα όταν αυτό χρειάζεται.

Η Αντιγόνη Γύρα η οποία επιμελείται την κίνηση των ηθοποιών, έχει κι αυτή συντελέσει στην επιτυχία της παράστασης ρυθμίζοντας πολύ σωστά τους ηθοποιούς στις αλλαγές των σκηνών αλλά και στη σωματοποίηση των ρόλων τους.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ