Ευαίσθητη Ισορροπία

Αρχείο Παίχτηκε από 03/11/2021 έως 17/04/2022
στο Θεατρική σκηνή Αντώνη Αντωνίου
Συγγραφέας: Έντουαρντ Άλμπι
Μετάφραση: Αθανασία Καραγιαννοπούλου
Σκηνοθέτης: Αντώνης Αντωνίου
Σκηνογραφία: Νίκος Κασσαπάκης
Κοστούμια: Νίκος Κασσαπάκης
Φωτισμοί: Μαριέττα Παυλάκη
Ερμηνεύουν: Αντώνης Αντωνίου, Νατάσα Ασίκη, Στέλλα Παπαδημητρίου, Ηλίας Κατέβας, Ειρήνη Κονίδου, Ελένη Κούστα

Περιγραφή

Η Θεατρική Σκηνή θα παρουσιάσει φέτος στο ομώνυμο θέατρό της στην οδό Νάξου 84, το έργο του Έντουαρντ Άλμπι “Ευαίσθητη Ισορροπία”

Ένα αριστουργηματικό έργο που βραβεύτηκε με Πούλιτζερ και είναι από τα σημαντικότερα έργα του σύγχρονου παγκόσμιου θεάτρου.

Περισσότερα

Υπόθεση:

Παρασκευή βράδυ και στο σπίτι του Τόμπυ και της Άγκνες, που έχει εγκατασταθεί και η Κλαίρη η αλκοολική αδερφή της, θα εισβάλλουν ξαφνικά ο Χάρρυ και η Έντα, οι δυο καλύτεροι τους φίλοι που έχουν πάθει κρίση πανικού. Το άλλο βράδυ επιστρέφει και η κόρη τους, Τζούλια, μετά από το τέταρτο διαζύγιο της. Μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο θα συγκρουστούν αποκαλύπτοντας όλα τα κρυφά πάθη, τα ψέματα και τους συμβιβασμούς.

Φωτογραφίες : Νίκος Κόκκας

Επικοινωνία: Άντζυ Νομικού

Το θέατρο είναι covid – free και η είσοδος των θεατών θα γίνεται με επίδειξη πιστοποιητικού εμβολιασμού ή νόσησης. Απαραίτητη είναι η επίδειξη ταυτότητας.

ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟΥ

Απαγορεύεται η μεταφορά και χρήση οπτικοακουστικών και φωτογραφικών μέσων(βίντεο ή μαγνητοφώνηση ή φωτογράφιση της παράστασης ).

Φωτογραφίες

6 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

    Η «Ευαίσθητη Ισορροπία» του Έντουαρντ Άλμπι, ένα αριστουργηματικό έργο, που βραβεύτηκε με Πούλιτζερ και είναι από τα σημαντικότερα έργα του σύγχρονου παγκόσμιου θεάτρου σε μια νέα ανάγνωση και αποκαλυπτική μετάφραση της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου για τη Θεατρική Σκηνή του Αντώνη Αντωνίου.

    Όλα δείχνουν να πηγαίνουν συμβατά και περίφημα εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής στο σπίτι του Τόμπυ (Αντώνης Αντωνίου) και της Άγκνες (Στέλλα Παπαδημητρίου). Εκείνος πίνει το λικέρ του και εκείνη το κονιάκ της. Αφήνονται αιχμές για την αλκοολική αδελφή της Άγκνες, την Κλαίρη (Νατάσα Ασίκη), την ανώριμη και αποτυχημένη στο τομέα του γάμου κόρη τους, Τζούλια (Ελένη Κούστα), τον γιο τους, που έχει πεθάνει, και αλλά τόσα που προκύπτουν από ένα ζευγάρι που είναι χρόνια μαζί και έχουν επιβιώσει μέσα από συμβιβασμούς και ανοχές εκατοντάδων πραγμάτων από την μια και την άλλη πλευρά.

    Τα λιμνάζοντα οικογενειακά νερά ταράζουν η Έντα( Ειρήνη Κονίδου) και ο Χάρυ (Ηλίας Κατέβας,) οι καλύτεροι φίλοι του ζευγαριού και νονοί της κόρης τους, όταν εισβάλλουν ξαφνικά, έχοντας καταληφθεί από φόβο πανικού, για τη ζωή τους, έναν αδιόρατο φόβο θανάτου, κάτι σαν απειλή ασθένειας, σαν τη μαύρη πυκνή σκιά του τέλους. Ένιωσαν μια απειλή που δεν μπορούσαν να διαχειριστούν μόνοι τους και μέσα στο αδιέξοδό τους, βρήκαν μόνοι τους αποκούμπι τους μόνους αληθινούς φίλους που έχουν και ήρθαν, έντρομοι, να ζητήσουν καταφύγιο. Καθώς μπήκαν μέσα στο σπίτι ήταν απειλημένοι, κυνηγημένοι από έναν αόρατο και απροσδιόριστο κατατρεγμό.

    Οι οικοδεσπότες τους, σαστισμένοι, τους παραχώρησαν το δωμάτιο της κόρη τους της Τζούλιας, χωρίς βέβαια να υπολογίζουν ότι και εκείνη θα ερχόταν την επόμενη μέρα.

    Το πρώτο πυροτέχνημα στη σχέση τους ήταν η άφιξη των φίλων τους και το δεύτερο η άφιξη της κόρης τους. Και οι δυο αφίξεις, καταλύτες σε αυτό το σύμπλεγμα σχέσεων, που όπως είναι όλα τα συμπλέγματα μέσα στο χρόνο, κάποια στιγμή πυορροούν και το απόστημά τους ξεσπά. Ο ένας ονειρεύεται ότι αν δεν υπήρχε ο άλλος στη ζωή, θα έφευγε και θα ζούσε σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα ως τα εκατό τέσσερά του χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι τα λένε αυτά αστειευόμενοι, ή ίσως με κάποιον γλυκoευσεβή πόθο, που όμως μάλλον καλύπτει πόσο θα ήθελε ο ένας να απεμπλακεί από τον άλλο, αλλά και πόσο δεν τολμά να το κάνει. Η Άγκνες το δηλώνει θα ήθελε να μπορούσε να αλλάξει εντελώς το σκηνικό, χωρίς επιστροφή, όχι με ένα παραισθησιογόνο ημίιμετρο, όπως το αλκοόλ, που επιλέγει η αδελφή ή πολλοί άλλοι, τα ναρκωτικά, αλλά κάτι πιο ουσιαστικό και μόνιμο. Μέσα από αυτή την τριβή, έμαθαν ή συνήθισαν μάλλον να υποφέρουν ο ένας τον άλλο.

    Η Κλαίρη έρχεται στο σαλόνι και τους βρίσκει, ενώ παράλληλα, περιμένοντας τη χολή της Άγκνες, της ζητά εκ των προτέρων συγγνώμη που την ωθεί κάθε φορά να εκδηλώνει όλη της την κτηνωδία, όποτε την βλέπει. Ανταγωνιστική η σχέση των δυο αδελφών. Η Κλαίρη έζησε μια πιο ελεύθερη, πιο ροκ ζωή, ενώ η Άγκνες μια πιο υποταγμένη, τακτοποιημένη και προβλέψιμη συμβατή και κουρασμένη ζωή με τον άντρα της και με την κατατονική κόρη της, που μονίμως επιλέγει λάθος συντρόφους για να παντρευτεί και να χωρίσει μέχρι τώρα τέσσερεις φορές. Η Άγκνες ειρωνεύεται την Κλαίρη λέγοντας στον Τόμπυ να τη προσέχει γιατί η αδελφή της είναι άρρωστη, εννοώντας ότι είναι αλκοολική.

    Όλοι στο έργο είναι αδύναμοι. Ο Τόμπυ που δεν μπορεί να πάρει μιαν ανατρεπτική απόφαση και να σηκώσει το ανάστημά του, η Άγκνες που θέλει να ελέγχει τους πάντες, η Κλαίρη που πνίγει τον πόνο της και την αποτυχία της ζωής της στο αλκοόλ, η Τζούλη, που μέσα της κρύβει ένα παραγκωνισμένο και ανικανοποίητο παιδί, που επιτέλους θέλει κάποιος να την προσέξει και να την αγκαλιάσει, η εντελώς άρρωστη σχέση της Έντας και του Χάρυ, απόμακροι στην ουσία ο ένας από τον άλλον δεν βαστούν να μείνουν μόνοι τους ούτε λεπτό. Είναι σαν να ακούν τις φρικιαστικές φωνές της απεγνωσμένης μοναξιάς τους.

    Όλοι τους είναι τρομακτικά μόνοι, ακόμα και η φιλία, που επικαλούνται, δεν υπάρχει. Ούτε ένα στήριγμα για να ακουμπήσει κάποιος την απελπισία του. Έχουν συμβεί τόσα πολλά που μόνο η λήθη μπορεί να απαλύνει την αλήθεια για να γίνει και αυτή κάπως αποδεκτή. Η Κλαίρη ανέχεται την αδελφή της και γυναίκα του Τόμπυ για να ζήσει «το έλεός του και να μπορέσει να βρει λίγη κατανόηση και στοργή.

    Η ιστορία του Τόμπυ με την γάτα που είχε κάποτε και την οποία θανάτωσε γιατί κατάλαβε ότι έπαψε να τον αγαπά είναι αντιπροσωπευτική για τις σχέσεις που έχει με τη γυναίκα και με την κόρη του. Θεωρεί ότι η γυναίκα του και η κόρη του πρέπει να είναι εκεί να τον περιμένουν μετά την ατελείωτη απουσία του, όπως και η γάτα, που όταν έδειξε την αγανάκτησή της και απομακρύνθηκε, έπρεπε πια να θανατωθεί, να μην του υπενθυμίζει την ανεπάρκειά του και την ατολμία του να αλλάξει ζωή, τη δειλία του να επιλέξει να κάνει τη ζωή που θέλει, τον ρόλο του πατέρα και του συζύγου που του ταιριάζει, να μπορεί απλά να αποφασίζει ποιον θα δέχεται στο σπίτι του. Να πάψει να είναι καλός, αλλά λίγος. Όταν αυτό καθρεφτίζεται και το βλέπει στα μάτια του κατοικίδιού του, οφείλει να το θανατώσει, για να μην το αντικρύζει.

    Όλοι ανεπαρκείς. Ο καθένας περιμένει κάτι από τον άλλο. Η Κλαίρη, αλλά και η Τζούλια θα ήθελαν από τον Τόμπυ να τις πάρει κάπου μακριά, να τις σώσει, ενώ αντιλαμβάνονται ότι δύσκολα εκείνος θα μπορούσε να το κάνει. Οι ρόλοι έχουν διαταραχθεί. Η Άγκνες μπαίνει σε ρόλο άντρα, αυστηρή , κυριαρχική, δεσποτική, πνιγηρή. Η Τζούλια καθώς δέχεται ότι ούτε στο πατρικό της σπίτι δεν βρίσκει υποδοχή και ασφάλεια, γίνεται υστερική, ένα γκρινιάρικο, απαιτητικό, απειλητικό παιδί, που θέλει μόνο να χωθεί σε μια μητρική- πατρική αγκαλιά που όμως δεν βρίσκει πουθενά.

    Η Κλαίρη θα ήθελε να εισακουστεί από κάποιον και μιας και δεν το καταφέρνει απλά προκαλεί θόρυβο με ένα ακορντεόν απειλώντας τους ότι θα αρχίζει να παίζει.

    Ο Χάρρυ και η Έντα θέλουν ντάντεμα, το οποίο διεκδικούν από τους φίλους τους, και απαιτούν κατανόηση από την βαφτισιμιά τους, την Τζούλια, παραγνωρίζοντας τα προβλήματά της, όπως και των άλλων. Γιατί, τι είναι η φιλιά για εκείνους, παρά μόνο η συμπαράσταση και η απόλυτη διαθεσιμότητα, όταν τη ζητά ο φίλος. Θεωρούν ότι «η φιλία είναι σαν τον γάμο», δηλαδή μια ακλόνητη σχέση, με άπειρες υπαναχωρήσεις και αποδοχές. Μετά την αντίδραση των φίλων τους αναρωτιούνται «αν χτύπησαν τη λάθος πόρτα». Όταν όμως τους καλούν να μπουν στη θέση του άλλου, αναγνωρίζουν ότι δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν, όπως εκείνοι περίμεναν, ή μάλλον απαιτούσαν από τους φίλους τους. Ο ένας ζητά την βοήθεια του άλλου και του κρεμιέται σαν πέτρα στο λαιμό. Τα μαύρα σημεία απώλειας με τον θάνατο του Τέντυ, ή με την ερωτική προδοσία, μοιάζουν να αποσιωπούνται, είναι όμως σαν τις πληγές που αφορμίζουν. Μοιάζουν σαν τα πλακίδια του ντόμινο, που κάποια στιγμή το ένα παρασύρει το άλλο. Μια ευαίσθητη ισορροπία στο χείλος του γκρεμού. Κανείς δεν ζητά πραγματικά συγγνώμη. Θεωρούν δικαίωμά τους να ζουν εις βάρος του άλλου και ο ένας βλέπει την παρασιτική ζωή του άλλου, χωρίς να μπορεί να αναγνωρίσει τη δική του αντίστοιχη. Ο ένας επιβαρύνει τον διπλανό του και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα με τους απρόκλητους επισκέπτες- φιλοξενούμενους, που μαζί τους έφεραν την « ασθένειά τους». Το ίδιο όμως και η Κλαίρη που ενώ μονίμως την κατακρίνει η αδελφή της, μένει στο σπίτι της τελευταίας, μαζί με τον άντρα της και τη κόρη της, που και αυτή επιστρέφει μετά τον τέταρτο αποτυχημένο γάμο της. Η σχέση του ζευγαριού σε αθεράπευτη κρίση, μια παράδοση που συνεχίζεται για λόγους ασφαλείας και αποφυγής περιπλοκών. Κατανοούν ωστόσο ότι εδώ που βρίσκονται τους μένει λιγότερος χρόνος ζωής από όσο έχουν ζήσει, αλλά ακόμα δεν έχουν μάθει τα όρια των πράξεών τους..

    Η βεβαιότητα καλύτερων ημερών, σαν ένα απραγματοποίητο όνειρο, σαν το αμερικάνικο όνειρο είναι κάτι που η Άγκνες το βλέπει σαν υπόσχεση της αυγής, του ξεκινήματος της επόμενης μέρας, όπως τα φρούδο τέλος του «Όσα Παίρνει ο Άνεμος (Gone with the Wind)», εκείνης της ιστορικής ρομαντικής ταινίας του 1939, βασισμένης στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Μίτσελ, όπου η Σκάρλετ νομίζει ότι θα διεκδικήσει τον Ρετ Μπάτλερ από την επόμενη κιόλας μέρα, που εκείνος πια έχει φύγει.

    Μια παράσταση με υπέροχες ερμηνείες των Αντώνη Αντωνίου ( Τόμπυ), Νατάσας Ασίκη (Κλαίρη), Στέλλας Παπαδημητρίου ( Άγκνες), Ηλία Κατέβα ( Χάρυ) , Ειρήνης Κονίδου ( Έντα), Ελένης Κούστα( Τζούλια). Όλοι απόλυτα συμβατοί με τον ρόλο τους, προβλημάτισαν, συγκίνησαν και αναστάτωσαν τους θεατές. Μια υπέροχη φυσική σκηνοθεσία και υποκριτική διδασκαλία με συγκλονιστικές ερμηνείες, απόλυτα ρεαλιστικές και τόσο γνώριμες.

    Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Νίκου Κασσαπάκη και οι φωτισμοί της Μαριέττας Παυλάκη ενισχύουν το σκηνικό αποτέλεσμα σε μια θεατρική σκηνή που μας έχει γαλουχήσει κα εκπαιδεύσει για ι πολλά πολλά χρόνια. Μια παράσταση παλαιάς κοπής, χωρίς ακρότητες με ουσία και αποτέλεσμα άμεσο και συγκινησιακό.