Ο κάτω Παρθενώνας

Αρχείο Παίχτηκε από 16/12/2019 έως 03/03/2020
στο Άλμα
Διάρκεια: 80'
Συγγραφέας: Μηνάς Βιντιάδης
Σκηνοθέτης: Βάνα Πεφάνη
Σκηνογραφία: Γιώργος Λυντζέρης
Κοστούμια: Γιώργος Λυντζέρης
Φωτισμοί: Βασίλης Κλωτσοτήρας
Μουσική: Orestis
Ερμηνεύουν: Λεωνίδας Κακούρης, Χρήστος Σαπουντζής

Περιγραφή

Μετά την μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία ,τον Οκτώβριο του ’15 στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος,  ο «Κάτω Παρθενώνας» του Μηνά Βιντιάδη  παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα, από τις 16  Δεκεμβρίου , κάθε Δευτέρα και Τρίτη,  στο Θέατρο «Άλμα» σε σκηνοθεσία της Βάνας Πεφάνη και πρωταγωνιστές τους Λεωνίδα Κακούρη και Χρήστο Σαπουντζή.

Περισσότερα

Μια συνάντηση, μια νύχτα, μια απόφαση, μπορεί  ν΄αλλάξει τις ζωές μας;

 

ΥΠΟΘΕΣΗ

Στην Ελλάδα του σήμερα, ένας χρηματιστής  και ένας  άστεγος διαπραγματεύονται μια «συνεργασία» που ισορροπεί εφιαλτικά  ανάμεσα στην ιδεολογία και τη δικαιολογία, τη φτώχεια και την ηθική εξαθλίωση, την ευκαιρία και την καταστροφή, τη δολοφονία και τη σωτηρία. Σε έναν κόσμο που κυβερνούν οι τράπεζες και οι οίκοι αξιολογήσεων,  οι ήρωες έχουν, κυρίως, ν’ αντιμετωπίσουν τους προσωπικούς του δαίμονες.

Δυνατός σε αυτή τη μάχη δεν είναι, πια, αυτός που έχει τα χρήματα. Είναι αυτός που έχει το μαχαίρι. Το παιχνίδι σκληραίνει. Οι αλήθειες πονάνε όσο βγαίνουν στο φως…

Κι όπως λέει και ο συγγραφέας, «σ’ ένα καλά κρυμμένο μικρό χωριό κάτω από την Ακρόπολη ζούμε όλοι»…

Δημόσιες  Σχέσεις:  ΕΙΡΗΝΗ ΛΑΓΟΥΡΟΥ
A Βοηθός σκηνοθέτη: ΝΤΕΠΥ ΠΑΓΚΑ
B Βοηθός σκηνοθέτη: ΕΛΙΟ ΦΟΙΒΟΣ ΜΠΕΙΚΟ
Φωτογραφίες: ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΤΩΠΟΔΗΣ

Φωτογραφίες

12 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

    Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, κατά τη χειμερινή περίοδο 2015-2016, σε σκηνοθεσία Περικλή Χούρσογλου.

    Τι γίνεται όταν κάποιος που έχει μάθει να ζει στην άνεση και τη χλιδή ανακαλύπτει ότι τα χρέη του είναι τέτοια που δεν μπορεί να αντεπεξέλθει και θα πρέπει να πάει φυλακή ή να πεθάνει;

    Από την άλλη υπάρχουν άνθρωποι που αναγκάζονται με από ριζικές, δραματικές ανακατατάξεις στη ζωή τους να ζουν με τα ελάχιστα. Άνθρωποι, που κανείς δεν τους βλέπει, ούτε τους υπολογίζει, που κυκλοφορούν και ζουν αθέατοι, ενδεχομένως και στις ίδιες γωνιές της πόλης που κάποτε κυκλοφορούσε ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας, κάτω από τα ερείπια του Παρθενώνα, στη σκιά ενός ένδοξου παρελθόντος, ενός οροστικά απωλεσθέντος μεγαλείου, πλήρως παραδομένοι στην παρούσα κατάσταση απόλυτης φτώχειας προσπαθώντας να αποδεχθούν ότι θα ζουν στο υπόλοιπο του βίου τους σαν μικροπωλητές ή σαν ζητιάνοι με πενιχρά επιδόματα.

    Ο Χρηματιστής (Χρήστος Σαπουντζής) που εμφανίζεται να μιλά για μετοχές, βιώνει με επώδυνο τρόπο την κατάρρευσή του και βρίσκει έναν άστεγο για να του ζητήσει μια «εκδούλευση» η οποία θα τον απαλλάξει από το βάρος της εξαθλίωσης. Από την αρχή μπαίνει σε θέση ανώτερου και εξουσιαστή, καθώς ορίζει τους κανόνες ενός παιχνιδιού, όπως συνηθίζει να κάνει και με τις δουλειές του. Στη ουσία βασίζεται πάνω στην ανάγκη του ανθρώπου ζητώντας απ’ αυτόν να τον απαλλάξει από μια ζωή που δεν του αξίζει, ενώ θεωρεί ότι η παλιά του ζωή ήταν αξιοπρεπής και αντάξιά του.

    Ο Άστεγος (Λεωνίδας Κακούρης) για να ζήσει πουλάει βιβλία, ενώ αναγκαστικά πλένεται σε δημόσιες τουαλέτες και τρώει στα συσσίτια του δήμου και της εκκλησίας. Μπαίνει στο σπίτι του Χρηματιστή και εκείνος, που τον έχει προσκαλέσει, τον κερνά κρασί. Ο άστεγος δείχνει να ξέρει και να απολαμβάνει ένα St. Emilion: «κάτι έμαθα κι εγώ τόσα χρόνια στη γύρα στα παγκάκια». Για να ζήσει πουλά βιβλία. Τα δέκα ευρώ που εισπράττει από την πώληση ενός βιβλίου αντιστοιχούν στο ποσό των χιλίων ευρώ για τον χρηματιστή. Του περιγράφει ότι μένει σε μια σπηλιά στου Φιλοπάππου, κάτω από τον Παρθενώνα, και ότι μαζί εκεί μένουν πολλοί άνθρωποι , που έχουν χάσει τα πάντα. Ο Χρηματιστής του λέει ότι δε θα μπορούσε ποτέ να ζήσει έχοντας χάσει τα πάντα. Ο Άστεγος έχοντας τον πόνο αυτού που βρέθηκε από τα ψηλά στα χαμηλά του ανταπαντά «Ποτέ μην λες ποτέ!». Ο Χρηματιστής του ανταπαντά με το επιχείρημα ότι ο άστεγος επιλέγει να κάνει αυτή τη ζωή, του αρέσει. Προοδευτικά δημιουργείται ένα έντονο κλίμα μεταξύ τους. Φτιάχνεται η κατάλληλη ατμόσφαιρα και η ανάλογη ένταση. Ο Άστεγος του επισημαίνει ότι «την φτώχεια την αντέχει, την ξεφτίλα δεν την αντέχει κανείς όμως». Ο Χρηματιστής στο σημείο αυτό που τα έχει πια χάσει όλα αναιρεί τον εαυτό του και δεν τον αποδέχεται, σε τέτοιο σημείο, που γίνεται επιθετικός και προς τον Άστεγο. «...αν ήσουν ικανός, δε θα έτρωγες σκουπίδια, δε θα κοιμόσουν σε σπηλιές!» Εκτός του ότι απεχθάνεται στο πρόσωπό του Άστεγου την δική του προβολή, θέλει να τον εξαγοράσει, να τον κάνει πληρωμένο δολοφόνο του έναντι αμοιβής 50.000 ευρώ. Ο άλλος γίνεται έξαλλος και βέβαια δεν το δέχεται καθώς έχει ηθικές αναστολές, τις οποίες ο Χρηματιστής προσπαθεί να καμψει: «Θα με σκοτώσεις με τη θέλησή μου». Δεν σκέφτεται τα παιδιά του, δεν σκέφτεται τον άνθρωπο που θέλει να χρίσει εκτελεστή του. Το μόνο που θέλει είναι να αυτοτιμωρηθεί, γιατί χρεοκόπησε. Σκηνοθετεί τη δολοφονία του, με τη θέση που θα τον βάλει ο υποτιθέμενος εισβολέας στο σπίτι του, δείχνοντας του πώς θα τον δέσει, ενώ του δίνει το μαχαίρι και γενικά τα οργανώνει όλα. Ο Άστεγος εκτελώντας τις υποδείξεις του, τον ψυχαναλύει. Μιλούν για τα παιδικά τους χρόνια, τις αναμνήσεις που τους έχουν χαράξει τη ζωή.

    Μιλούν για βιβλία, για την ιστορία του Αίαντα, για τον Καβάφη, για προτεραιότητες στη ζωή, μιλούν περί τυφλότητας, που προκαλείται από τον πλούτο και το κυνήγι του, που αποτρέπει κάποιον από το να έχει ποιοτικές, ουσιαστικές στιγμές με τα παιδιά του και μόνη του έγνοια είναι να τους προσφέρει λεφτά για καλά σχολεία, σπουδές, χόμπυ.

    Ο Άστεγος βάζει και ακούν ενώ το τραγουδά συγγχρόνως το Casta Diva από τη Norma του Bellini «Cadrà; punirlo io posso.Ma, punirlo, il cor non sa». «Αν αποτύχει αυτός? Μπορώ να τον τιμωρήσω. Αλλά η καρδιά μου δεν ξέρει να τιμωρεί.» Προφητικό για το τέλος του έργου. Συνεχίζοντας και ενώ τον ενοχλεί μιας και του ανασκαλεύει τα προσωπικά του πράγματα, τα ρούχα και τις γραβάτες του ακούγεται το “My way” του Frank Sinatra, που το τραγουδά ο Άστεγος υπέροχα, ενώ φοράει τα ρούχα του. Ο Χρηματιστής, έχει αλλάξει γνώμη για το θάνατό του, του εξηγεί ότι δεν απευθύνθηκε σε επαγγελματία δολοφόνο, γιατί αυτός θα τον σκότωνε πραγματικά. Κατά βάθος δε θέλει να πεθάνει.

    Η πάλη γίνεται με τον ίδιο τον εαυτό. Το χρήμα, το μαχαίρι, η αγάπη της Ισμήνης ή οποιασδήποτε. Η παρουσία των παιδιών θα μπορέσει να οδηγήσει στη σωστή επιλογή για να θριαμβεύσει η ζωή απέναντι στο αυτοκαταστροφικό κυνήγι της ύλης;

    Η φωτιά που καίει μέσα τους, θα καθαρίσει το χώρο και τη ζωή τους από κάθε περιττό, από την ώρα που όλοι θα έχουν τοποθετηθεί μέσα από ένα σκληρό και αδυσώπητο αγώνα. Έτσι θα βρεθούν οι ισορροπίες και ο καθρέφτης θα λειτουργήσει θεραπευτικά.

    Πολλές οι εντάσεις και οι ανατροπές, που υπηρετούνται έξοχα από τους ηθοποιούς Λεωνίδα Κακούρη και Χρήστο Σαπουντζή. Τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους και τόσο ίδιοι, θα μπορέσουν να βρεθούν τελικά όταν βιώσουν τον απόλυτο φόβο του τέλους, τον πανικό καθώς εκεί όλα τα όντα συγκλίνουν και αναγνωρίζει το ένα το άλλο. Και οι δυο είναι χειριστικοί με τον τρόπο τους. Κυριαρχικός και δυνάστης ο Χρήστος Σαπουντζής, δίνει ευκαιρία στον Λεωνίδα Κακούρη με ευφάνταστο τρόπο να τον οδηγήσει στην αναγνώριση των κομβικών σημείων στη ζωή του. Λειτουργική η σκηνοθεσία της Βάνας Πεφάνη σε ένα σκηνικό - σπίτι του Χρηματιστή με έντονα μεγαλοαστικό χαρακτήρα, ευφυής επιλογή του Γιώργου Λυντζέρη. Τα σκηνοθετικά ευρήματα, οι διακοπές της δράσης, το σκοτάδι κάθε τόσο επιταχύνουν την αγωνία για την έκβαση αυτής της αναμέτρησης, ανάμεσα στον Χρηματιστή και τον «εισβολέα», «σφετεριστή» της περιουσίας του, Αστέγου, που τρώει , πίνει και ντύνεται τα πανάκριβα ρούχα του, ενώ επιχειρεί να του κάνει ανατομία πριν τον σκοτώσει ή τον σώσει. Η μουσική του ORESTIS και οι μουσικές επιλογές επέτειναν την πρόθεση του συγγραφέα και της σκηνοθέτιδας, μαζί και οι φωτισμοί του Σπύρου Κατωπόδη.

    Ένα έργο, μια παράσταση που ερεθίζει την σκέψη γύρω από την αξία και την απαξία των πραγμάτων, τις επιλογές, που συχνά είναι καθοριστικές για τη ζωή κάποιου και υμνεί το αγκίστρωμα του ανθρώπου στη ζωή, ακόμα και στον Κάτω Παρθενώνα, εκεί όμως που θα βλέπει και θα χαίρεται την ελευθερία του, παρά κάπου με θέα στον Παρθενώνα, αλλά θέα σκοτεινή. Πρόκληση για προβληματισμό σε μια εποχή κρίσης οικονομικής αλλά κυρίως αξιών.

  2. Μία αρκετά καλή παράσταση με καλές ερμηνείες. Ήθελα όμως κάτι παραπάνω από το κείμενο (λίγο περισσότερη ανάλυση;) και καλύτερη σκηνοθεσία. Ποτέ δεν κατάλαβα τι εξυπηρετούσαν οι παύσεις και τα σκοτάδια όταν δεν αλλάζει καν η προηγούμενη σκηνή.

  3. Παρακολουθήσαμε ένα σύγχρονο ελληνικό έργο που η υπόθεση λόγω κρίσης αγγίζει το θεατή.Ένα παιγνίδι ζωής και θανάτου που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον ως το τέλος. Ερμηνείες, σκηνοθεσία, φωτισμός, αίθουσα, εξυπηρέτηση όλα εξαιρετικά. Αξίζει να το δείτε! Ευχαριστούμε θεατρομάνια!

  4. Tην κριση οι περισσοτεροι την ζησαμε στο πετσι μας.Ως εκ τουτου η υποθεση μας αγγιζει και ευγε που το νεοελληνικο εργο επιτελους μιλαει για τις γνωριμες πραγματικοτητες που μας αφορουν.Ηταν πολυ ωραια η παρασταση,με καλες ερμηνειες και καλη σκηνοθεσια.Ευχαριστω την Θεατρομανια για την προσκληση