Κριτική για την παράσταση "Ήταν Κάποτε"

Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη

Μια θεατρική παράσταση με μια διαφορετική οπτική ανέβηκε πρόσφατα στο θέατρο Olvio στο πλαίσιο του Suitcase Festival, τρεις ηθοποιοί, ο Χρήστος Πίτσας, ο Στέλιος Χλιαράς και η Βάσια Χρήστου ζωντανεύουν στην σκηνή πέντε παραδοσιακά παραμύθια από την ελληνική λαογραφική παράδοση προσφέροντας στο κοινό μια άλλη εμπειρία παράστασης.

Τα παραμύθια που είδαν όσοι βρέθηκαν στην πλατεία του θεάτρου Olvio είναι ο Κουκιπιππέρης, το Ελαφέλι, ο Τρισκατάρατος, το Μυρσινιώ και η Κουλοχέρα.
Με δική τους αφαιρετική σκηνοθεσία, οι τρεις ηθοποιοί θεατροποιούν ιστορίες από την Θράκη, τη Μυτιλήνη, την Κέρκυρα, την Κύπρο και την Τρίπολη, ενώ, ταυτόχρονα, την ώρα της παράστασης και μπροστά στους θεατές χειρίζονται τα φώτα, αφηγούνται, σκηνογραφούν και έχουν επιμεληθεί το κείμενο και τα κουστούμια του έργου.

Το «Ήταν Κάποτε…» είναι μια αναλυτική ματιά πάνω στο σύγχρονο θέατρο, χωρίς να το προσπαθεί. Αγγίζει τα στοιχεία που το αποτελούν με την ειλικρίνεια ενός αφηγητή παραμυθιού και ταυτόχρονα με παιδική περιέργεια.

Η ραχοκοκαλιά της παράστασης είναι έτσι εκτεθειμένη στο κοινό. Η αρχιτεκτονική της είναι εμφανής, όπως και τα αλλεπάλληλα επίπεδα σκηνικής διαδικασίας, τα οποία συνθέτουν αυτό που συνήθως βλέπουμε μασκαρισμένο. Ο θεατής όμως δεν παρακολουθεί μόνο έναν έτοιμο σκελετό κτίσματος που, με γυάλινους τοίχους δείχνει την στατική του κατασκευή• βλέπει αυτόν τον σκελετό να οικοδομείται μπροστά του με θεατρικά υλικά. Η ανοικοδόμηση γίνεται αλληγορία για την αποδόμηση. Έτσι τελικά αναρωτιέται κανείς: Από τι είναι φτιαγμένη μια παράσταση; Γιατί; Τι σημασία έχει η κάθε λειτουργία της και πώς φτάνουν όλες μαζί να γίνουν ένα ενιαίο σύνολο;

Ο μινιμαλισμός των θεατρικών μέσων ως ανάγκη που δημιούργησε η κρίση είναι μια αφορμή για μια άλλη δημιουργικότητα, μια arte povera δημιουργικότητα- όπως έχει αναφέρει ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Μέσα από αυτή την «επιτακτική» κατά τα άλλα φόρμα, ο θεατής απολαμβάνει την καθαρή φαντασία… «ένα λαμπερό φτωχό θέατρο βγαλμένο από τα έγκατα της ψυχής κάποιων ηθοποιών» όπως ανέφερε ο ένας εκ των συντελεστών Χρήστος Πίτσας.

Για τον Στέλιο Χλιαρά «ο μινιμαλισμός των μέσων, όταν δεν συνοδεύεται από μαξιμαλισμό στη υποκριτική, με την έννοια της δοτικότητας, της σκηνικής αλήθειας και της ουσιαστικής επικοινωνίας με τον παρτενέρ και το κοινό, δεν προσφέρει πραγματικά τίποτα». Και συνεχίζει: «Όταν όμως υπάρχει η σκηνική ευλογία και συμβαίνουν όλα τα παραπάνω, τότε η μινιμαλιστική αισθητική αφήνει ελεύθερα τα φυσικά και πνευματικά μάτια του θεατή να διεισδύσουν σε ένα κόσμο που φτιάχνεται τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια μια παράστασης από μη υλικά αγαθά. Τότε όλα αυτά μεγεθύνονται, και επικοινωνούνται χωρίς φτιασίδια».

Το "Ήταν Κάποτε..." είναι όμως ταυτόχρονα και μια μίνιμαλ αφήγηση θραυσμάτων της λαϊκής μας παράδοσης, μέσα από την οποία συναντάμε ως διαχρονικές τις συναισθηματικές φορτίσεις, τον έρωτα, την οικογένεια, τον θάνατο και καλούμαστε να δούμε απλά και καθαρά τη σχέση μας μαζί τους. Η αφηγηματική στρατηγική του παραμυθιού υπόσχεται ότι οι άμυνες του θεατή είναι χαλαρότερες και η σύνδεση του αμεσότερη.

Η ίδια παράσταση, μια παραγωγή της ομάδας Χ-αίρεται, έχει ξαναπαιχθεί με μεγάλη επιτυχία το 2012, φυσικά από με ίδιους συντελεστές σε ρόλο… «ορχήστρας».
Πέντε παραμύθια δύσκολα. Σκληρά, τρομερά, αλλόκοτα, ζοφερά και σκοτεινά. Απομαγνητοφωνημένες αφηγήσεις αγωνίας πολύτιμης και ζωτικού φόβου των ανθρώπων: παιδιά που χάνονται, άγονοι έρωτες, άδικοι κόποι, σπουδαία έργα. Καλό και κακό δε ξεχωρίζουν με σιγουριά, διδάγματα δεν βγαίνουν με ευκολία. Σκοτάδι, φως κι από το φως σκοτάδι. Για αυτό η παράδοση τα ονομάζει αλληλοβόρα. Τρεις άνθρωποι στήνουν παράσταση με λόγια που ξεχάσαμε ν' ακούμε και ιστορίες που δεν αντέχονται στ' αλήθεια. Ζωντανεμένα στο σήμερα με φαντασία και απλότητα, τα παραμύθια γίνονται ότι ήταν κάποτε και πάντα, τρόποι ώστε κανείς να μη περνά μονάχος του τη φοβερή του νύχτα. Μια αφήγηση όχι με τη μορφή που την ξέρουμε σήμερα, αλλά όπως παλιά: αφήγηση στο σκοτάδι, με την αγωνία που δημιουργεί το άγνωστο που μοιάζει μεταφυσικό.

Και οι τρεις ηθοποιοί της ομάδας, πραγματικοί συγχρονισμένοι σαν μουσικά όργανα ορχήστρας, με θεαματική υποκριτική ευστροφία ανέδειξαν στο έπακρο τη δυναμική των ελάχιστων σκηνικών αντικειμένων. Ακόμη και οι αναπνοές, απόλυτα ελεγχόμενες και απόλυτα τεταμένες, σαν χορδές τόξου, πλαισίωναν και διέστιζαν σε καίρια σημεία το έργο. Το σώμα των ηθοποιών, ως φυσική μηχανή παραγωγής ενέργειας, διαδραμάτιζε εξίσου κεντρικό ρόλο με το κείμενο. Η επί σκηνής έκλυση ενέργειας αποκτά πρωτοφανείς διαστάσεις, διαποτίζοντας κάθε στιγμή της παράστασης. Με όχημα, λοιπόν, πέντε εξαιρετικές αφηγήσεις, ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μας το άρωμα και όλος ο συναισθηματικός πλούτος μια αλλοτινής εποχής. Τα σημεία της απαρχής και της εσχατιάς της ανθρώπινης ζωής καθίστανται καθόλα ευανάγνωστα, παρά την πανθομολογούμενη σφοδρότητα του έργου, χαρτογραφώντας τον μαρασμό του κάθε αφηγητή κάθε φορά , με εξαιρετικές ευστοχίες και πολλές στιγμές κορύφωσης, μέσα από τις καίριες και καταιγιστικές μπορώ να πω ερμηνείες, με πολλές δυνατές ψυχογραφικές διακυμάνσεις, αφήνοντάς μας με έναν αιχμηρό απόηχο ανθρώπινου και αβάσταχτου και καθόλα προσωποποιημένου πόνου.

Στην κορυφαία στιγμή του έργου, αυτή του φινάλε, όπου μέσα σε ένα μικρό «σκετς» συμπυκνώνονται όλοι οι ήρωες των αφηγήσεων με σύντομες αναπαραστάσεις χαρακτηριστικών στιγμών του καθενός, οι ηθοποιοί μετατρέπονται σε πυκνωτή και αγωγό του ηλεκτρικού φορτίου της παράστασης, διαχέοντάς κι εξακτινώνοντάς το στους θεατές, χαρίζοντάς μας μια απαράμιλλη θεατρική εμπειρία.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ