Από τον Ιωάννη Λάζιο
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης μάς έχει συνηθίσει σε επιλογές υψηλής δραματουργικής αξίας. Φέτος, στο θέατρο Μουσούρη, παρουσιάζει το πολυσυζητημένο The Humans του Στίβεν Κάραμ, ένα έργο που έχει διακριθεί με το βραβείο Tony και έχει χαρακτηριστεί ως μια από τις σημαντικότερες τραγικωμωδίες της σύγχρονης αμερικανικής θεατρικής γραφής. Το ενδιαφέρον όμως δεν βρίσκεται μόνο στην επιλογή του έργου, αλλά και στον τρόπο που αυτή επιχειρεί να επικοινωνήσει με το ελληνικό κοινό – ένα στοίχημα που, κατά τη γνώμη μου, παραμένει ανοιχτό.
Ας ξεκινήσουμε από το σκηνικό. Η σκηνογράφος Αθανασία Σμαραγδή έχει επιτελέσει έναν μικρό άθλο: αυτό που βλέπουμε στη σκηνή του θεάτρου Μουσούρη είναι ίσως από τα πιο ολοκληρωμένα και πειστικά σκηνικά που έχουν παρουσιαστεί φέτος. Ένα αθηναϊκό θέατρο φιλοξενεί με απόλυτη φυσικότητα ένα νεοϋορκέζικο διαμέρισμα, κομμένο κυριολεκτικά στη μέση. Η λεπτομέρεια είναι καθηλωτική. Για έναν θεατή που αναζητά πάντα τις μικρές ατέλειες που θα τον αποσπάσουν από τη σύμβαση του θεάτρου, αυτή τη φορά η αναζήτηση απέβη άκαρπη. Το σκηνικό δεν χάνει πουθενά – και αυτό από μόνο του είναι επίτευγμα.
Στο επίπεδο των ερμηνειών, τα πράγματα είναι λιγότερο ομοιογενή. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος, στον ρόλο του πατέρα, αποδίδει τον χαρακτήρα του με μια αχρείαστη ένταση. Οι στιγμές φωνητικής υπερβολής λειτουργούν αποσυντονιστικά, προσθέτοντας αμηχανία εκεί όπου απαιτείται σιωπή ή εσωτερικότητα. Αντιθέτως, η Θέμις Μπαζάκα καταφέρνει να αποδώσει εξαιρετικά την εσωτερικευμένη θλίψη και τη συγκρατημένη στοργή της μητέρας. Πολύ καλή και η Ειρήνη Μακρή, η οποία ενσαρκώνει με απόλυτη φυσικότητα τον ρόλο της, δημιουργώντας έναν χαρακτήρα που μοιάζει να ξεπηδά από τη ζωή.
Η Μαρία Πετεβή, με νεύρο και ένταση, υποπίπτει στην παγίδα της υπερκινητικότητας. Η ερμηνεία της, φωναχτή και νευρώδης, χάνει τη σύνδεση με την ψυχολογία της ηρωίδας. Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης, στον ρόλο του outsider της οικογένειας, επιλέγει μια πιο αποστασιοποιημένη παρουσία – μια απόφαση που λειτουργεί ως διακριτική αλλά όχι απολύτως πειστική συμπλήρωση στο σύνολο. Η Ξένια Καλογεροπούλου, χωρίς καμία θεατρινίστικη διάθεση, στέκεται επιβλητική. Είτε από σεβασμό είτε από συναισθηματική ταύτιση, δεν μπορείς να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω της.
Ωστόσο, παρά τις καλές στιγμές, συνολικά οι ερμηνείες δίνουν την εντύπωση ασύνδετου. Οι ηθοποιοί μοιάζουν περισσότερο να συνυπάρχουν σκηνικά παρά να σχετίζονται ουσιαστικά. Η χημεία μεταξύ τους δεν είναι δεδομένη, και αυτό αφαιρεί πόντους από την αληθοφάνεια της οικογενειακής δυναμικής που το έργο επιχειρεί να αποδώσει.
Οι ηχητικές λεπτομέρειες της παράστασης είναι εξαιρετικά δουλεμένες. Οι ήχοι που διαπερνούν τον χώρο λειτουργούν με απόλυτη φυσικότητα και συμβάλλουν σημαντικά στην ατμόσφαιρα.
Η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη είναι άψογη. Δεν υπάρχουν εμφανείς αδυναμίες ή αστοχίες. Το σύνολο είναι τόσο επιμελημένο και υπολογισμένο, που δεν αφήνει περιθώριο για εύκολη κριτική. Και αυτό είναι προς τιμήν του. Όλα έχουν σχεδιαστεί με ακρίβεια και συνέπεια.
Τα κοστούμια της Κικής Γραμματικοπούλου συμπληρώνουν διακριτικά την αισθητική της παράστασης, υπηρετώντας τον νατουραλιστικό της χαρακτήρα χωρίς να επιζητούν τον εντυπωσιασμό.
Και όμως, η μόνη μου ένσταση αφορά στο ίδιο το έργο. Το The Humans γράφτηκε το 2014, αλλά σήμερα – μόλις μια δεκαετία αργότερα – μοιάζει ήδη λίγο ξεπερασμένο ως προς τη θεματολογία και την κοινωνική του στόχευση. Η αναφορά στη λεσβιακή ταυτότητα γίνεται με μια αμηχανία χαρακτηριστική της εποχής του. Τα ζητήματα της μοιχείας, της θρησκευτικής ενοχής και της κοινωνικής τάξης προσεγγίζονται με την προτεσταντική αυστηρότητα της αμερικανικής ηθικής, που δύσκολα μεταγγίζεται αυτούσια στο ελληνικό κοινωνικό πλαίσιο. Ακόμα και το ζήτημα των γηρατειών – ίσως το πιο οικουμενικό και καίριο – αναδεικνύεται περισσότερο ως δραματουργική συνθήκη, παρά ως κοινωνική πρόκληση με πραγματικό βάθος.
Με λίγα λόγια, το έργο θίγει μεν πολλά ζητήματα – εργασιακή εκμετάλλευση, οικονομική ανασφάλεια, οικογενειακή φθορά – αλλά δεν προχωρά σε καμία από αυτές τις θεματικές με πραγματική εμβάθυνση. Παραμένει στην επιφάνεια. Σαν να προσπερνά τα ερωτήματα για να φτάσει κάπου – αλλά δεν ξέρουμε ακριβώς πού.
Και κάπου εδώ έρχεται το ερώτημα: πόσο συνδέεται ένα τέτοιο έργο με τη συλλογική μας εμπειρία ως Έλληνες θεατές; Μπορεί να αναγνωρίζουμε τις καταστάσεις, αλλά νιώθουμε πραγματικά μέσα τους; Ίσως όχι.
Κοντολογίς, παρά την υψηλή ποιότητα της παραγωγής και τη φροντισμένη αισθητική της παράστασης, το The Humans μας αφήνει με μια παράδοξη αίσθηση: ότι ήμασταν παρόντες σε κάτι πολύ καλοφτιαγμένο, αλλά χωρίς να νιώσουμε ότι ανήκαμε σε αυτό.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ