Κριτική για την παράσταση "Χριστουγεννιάτικη Ιστορία"

Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Μια κρύα νύχτα, ξημερώνοντας Χριστούγεννα, διαλέγει ο Ντίκενς για να ξετυλίξει το κουβάρι της Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας του, και σκιαγραφεί με τρόπο ανεπανάληπτο μία από τις πιο κλασικές φιγούρες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τον Εμπενέζερ Σκρουτζ. Η "Χριστουγεννιάτικη Ιστορία" πρωτοκυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1843 και έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Από τότε και μέχρι τις μέρες μας διαβάστηκε και αγαπήθηκε όσο ελάχιστα κλασικά κείμενα. Το μήνυμά της, διαχρονικό και επίκαιρο, αναδεικνύεται πανίσχυρο.

Σε μια πόλη όπου γιορτάζουν τα Χριστούγεννα, ο Εμπενέζερ Σκρουτζ (Αλέξανδρος Μυλωνάς ) βρίσκεται στο γραφείο του και δουλεύει. Έξω κάλαντα, άνθρωποι με γιορτινή διάθεση και εκείνος  χωμένος μέσα στις υποθέσεις του. Διώχνει τον κόσμο, τον απεχθάνεται. Είναι κακότροπος, τσιγκούνης και αρνητικός απέναντι σε όλους. Ειδικότερα στη συμπεριφορά του απέναντι στον υπάλληλό του εμφανίζεται φειδωλός τόσο στα χρήματα όσο και στα αισθήματα. Μισάνθρωπος, θρασύς, δύστροπος, αδίστακτος κι απάνθρωπος, όπως χαρακτηριστικά τον χαρακτηρίζει ο αφηγητής (Λαέρτης Μαλκότσης ). Τον υποχρεώνει να εργάζεται σε άσχημες συνθήκες κρατώντας τον αρκετές ώρες, ακόμα και τις αργίες, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του για δουλειά, μιας και ξέρει ότι έχει και ένα άρρωστο παιδί. Εκεί τον επισκέπτεται ο ανιψιός του ο Φρεντ (ο εξαιρετικός Αλέξανδρος Βαμβούκος) ο οποίος τον προσκαλεί στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι στο σπίτι του, αλλά ο Σκρουτζ αρνείται. Συνομιλούν για το νόημα της γιορτής των Χριστουγέννων, όπου φαίνεται η αντίθεση των απόψεών τους για τον τρόπο που και οι δυο αντιλαμβάνονται τη ζωή.

Ο ανιψιός του δε βλέπει τη ζωή με κριτήριο το χρήμα, ούτε αξιολογεί με βάση αυτό  τη γιορτή των Χριστουγέννων, γιατί ξέρει τη σημασία της γιορτής για τους ανθρώπους που είναι η αγάπη και η συνδεόμενη μ’ αυτή ανάγκη τους να συγχωρούν αφήνοντας κατά μέρος τα εγωιστικά κίνητρα της καθημερινότητας και πλησιάζοντας ο ένας τον άλλο.

Ο Σκρουτζ θυμώνει με τον ανιψιό του, όταν εκείνος του λέει ότι τα χρήματά του δεν τον κάνουν ευτυχισμένο. Ο δύστροπος θείος θεωρεί ότι του τρώνε το χρόνο κι αρνείται να ακούσει τα κάλαντα θεωρώντας τους όλους τεμπελήδες διερωτώμενος «Τι σχέση έχω εγώ με αυτούς;».

Η ερμηνεία του Αλέξανδρου Μυλωνά είναι εκπληκτική στο ρόλο του στρυφνού θείου Σκρούτζ καλύπτοντας μια ευρεία ερμηνευτική γκάμα, τραγουδώντας πάνω σε μοτίβα που κινούνται από τη τζαζ μέχρι την ροκ.

Ο Αφηγητής παίζει ενεργό ρόλο στο  έργο, παρουσιάζει διαδραστικά την ιστορία αυτού του απαίσιου ανθρώπου, που εκμεταλλεύεται τους υπόλοιπους, που είναι αδυσώπητος, δανείζει όσους έχουν ανάγκη και μετά αμείλικτος ζητά πίσω το δάνειο, χωρίς  να νοιάζεται για τις τραγικές συνέπειες που οι απαιτήσεις του έχουν στους δανειζόμενους μην έχοντας την παραμικρή τύψη!

Όμως πάντα κάπου βαθιά μέσα στη φύση του ανθρώπου υπάρχει ένας μηχανισμός αυτογνωσίας που ενεργοποιείται κάτω από συνθήκες απρόβλεπτες και εμφανίζεται η θετική όψη του που πονά τον συνάνθρωπο, που κλαίει για αυτόν που υποφέρει και του παραστέκεται. Αυτή η όψη που κάνει τον άνθρωπο να ζητά συγχώρεση και να την αποδέχεται όταν του την απευθύνουν.

Ο Τζέικομπ Μάρλεϋ (Χρήστος Στέργιογλου), ο νεκρός συνεταίρος του Σκρουτζ, εμφανίζεται σαν φάντασμα να τον ενημερώσει ότι άλλα τρία φαντάσματα θα τον επισκεφτούν μέσα στις επόμενες τρεις μέρες. Θα έρχονται κάθε φορά στη 01.00 ακριβώς για να του δείξουν τη ζωή του και το πώς αυτός με τον τρόπο που ζει έχει επηρεάσει το περιβάλλον του. Τον παρακαλεί να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν του ό,τι του αποκαλύψουν για να προλάβει να αλλάξει μιας και ο ίδιος δεν πρόλαβε, όσο ήταν εν ζωή. Καταλυτική η παρουσία του Χρήστου Στέργιογλου. Εκφραστικός με δωρική παρουσία, με λόγο αντίστοιχο του φαντάσματος του Δαρείου και του πατέρα του Άμλετ, ενημερώνει για τα όσα θα συμβούν και νουθετεί. Ανήσυχος παρεμβαίνει κατά διαστήματα και εκδιώκεται από τα υπόλοιπα φαντάσματα με μια κίνηση θα έλεγε κανείς από βιντεοπαιχνίδι δράσης.

Τα φαντάσματα είναι τρία πρόσωπα βγαλμένα θαρρεί κανείς από ταινία επιστημονικής φαντασίας με τρία διαφορετικά χρώματα στο κοστούμι τους.

Το πρώτο φάντασμα (Χριστίνα Μαξούρη ),  με λευκό κοστούμι ήταν το παρελθόν του Εμπενέζερ Σκρουτζ, το φάντασμα των περασμένων Χριστουγέννων αλλά και της παιδικής του ηλικίας, με τα όνειρα, τις πληγές από έναν αλκοολικό πατέρα, την πρώτη αγάπη. Δεν του αρέσει το παρελθόν του. Τον πληγώνει η συμπεριφορά του πατέρα, που ζητά από ένα αγόρι να μεγαλώσει πρόωρα για να τον στηρίζει οικονομικά. Βιώνει τη μοναξιά, την έλλειψη αποδοχής και την ορφάνια καθώς έχει πεθάνει η μητέρα του. Όλα αυτά τον διαμορφώνουν σε σκληροπυρηνικό συμφεροντολόγο άνθρωπο για να μπορέσει να επιβιώσει. Δεν του αρέσει το παρελθόν του. Η Χριστίνα Μαξούρη, σα νεράιδα περισσότερο με καλοσύνη, τρυφερότητα και ατέλειωτη λύπη για τον μικρό Εμπενέζερ, προσπαθεί να ενεργοποιήσει μέσα του αυτούς τους μηχανισμούς ανάταξης της ευαισθησίας και της ανθρωπιάς του.

Το  δεύτερο φάντασμα (Παναγιώτης Παναγόπουλος), είναι το παρόν του και εμφανίζεται με τρόπο εντυπωσιακό. Φορά μαύρο κοστούμι, όπως η μαύρη του ψυχή, όπως ο πόνος και η δυστυχία που σκορπά γύρω του ο Σκρούτζ. Έχει κίνηση όπως αυτή του Μεφιστοφελή στον Φάουστ, σαν πνεύμα του διαβόλου.  Το φάντασμα αυτό είναι σκοτεινό, δεν χαρίζεται, είναι εκδικητικό και δεν συγχωρεί εύκολα.

Τον οδηγεί στα μαγαζάκια των ανθρώπων, που έκλεισαν εξαιτίας του, στο σπίτι του υπαλλήλου του με το άρρωστο παιδί που ψυχορραγεί, στο σπίτι του ανιψιού του  όπου χωρατεύουν με τον σπαγκοραμμένο, στριμμένο, μίζερο θείο, στο σπίτι της Μπελ (Αλίκη Αλεξανδράκη), του πρώτου του έρωτα, που ποτέ δεν ικανοποιήθηκε μιας και αυτή τον περίμενε, όπως της είχε τάξει, αλλά εκείνος ποτέ δεν ήρθε. Τελικά παντρεύτηκε έναν άλλον άντρα, που και αυτός έβαλε ενέχυρο το πατρικό του σπίτι γιατί χρειαζόταν λεφτά και τελικά του το πήρε ο Σκρουτζ. Η φιλοχρηματία του δεν έχει όρια. Απύθμενο πηγάδι! Ο άνθρωπος αρρώστησε και πέθανε από τον καημό του.

Η ερμηνεία της Αλίκης Αλεξανδράκη έξοχη, με το τραγούδι και το συγχωρητικό συνάμα, μεγαλοπρεπές ύφος μιας κυρίας που ουσιαστικά εγκαταλείπεται από τον Σκρουτζ ο οποίος κυνηγά το χρήμα , λες και αυτό θα ήταν ακριβώς η ευτυχία τους. Εντέλει για το χρήμα χάνει τον άντρα της και μένει μόνη με την κόρη της, έχοντας όμως υψηλές αρχές και άλλα ισχυρά παιδικά βιώματα, που της εξασφαλίζουν μια αδιάβλητη αξιοπρέπεια και ανάστημα ψυχής.

Ο Σκρουτζ βρίσκεται σε σύγχυση. Αρνείται την ευθύνη του για όλα!

Το φάντασμα του παρόντος τον προειδοποιεί, ότι «τα χρέη των ανθρώπων, που έχει συσσωρεύσει σύντομα θα τον συντρίψουν.»

Εκείνος ωστόσο αντιστέκεται: « Όχι δε θα νιώσω τύψεις! Δε θα νιώσω ενοχές!»

Φανερή η πολιτική άποψη του Ντίκενς για την αδηφάγα εξουσία, την εκμετάλλευση των αδυνάτων, την έλλειψη φραγμών και την εξαθλίωση των ανθρώπων. Όλα ορατά σε όλες τις εποχές, ένα σκοτεινό παρελθόν που εισχωρεί στο παρόν και θα γίνει ξανά μέλλον αν κάτι δεν αλλάξει.

Περίτρανα φωνάζει την ισχύ του για να αμυνθεί « Αυτός είμαι εγώ! Τρανός και μεγάλος!» Θριαμβολογεί με ένα τραγούδι τζαζ, κάνοντας μεγάλες κινήσεις, επιδεικτικές.

Με όλα αυτά όμως αρχίζει να ανησυχεί για όσα θα του φανερώσει το μέλλον. Αυτή τη φορά οι ώρες αναμονής του φαντάσματος περνούν βασανιστικά αργά. Το τρίτο φάντασμα (Ευαγγελία Καρακατσάνη ) είναι αυτό του μέλλοντος. Έχει τη μορφή της αγαπημένης του αδελφής, του μόνου ανθρώπου που τον λάτρεψε πραγματικά. Φορά πράσινο φόρεμα, το χρώμα της ελπίδας, γιατί το μέλλον φέρει την ελπίδα κι υπόσχεται την πρόοδο, τη βελτίωση, την αλλαγή.

Τον φέρνει αντιμέτωπο με το θάνατό του. Στην κηδεία του έρχονται αυτοί που εκείνος είχε καταστρέψει, αυτοί για τους οποίους υπήρξε αδιάφορος, αυτοί, που εκείνος είχε κακοχαρακτηρίσει, όπως τον ανιψιό του που νόμιζε ότι τον προσέγγιζε για να του πάρει την περιουσία. « Η σκληρότητα, πληρώνεται με σκληρότητα», όταν εκείνος πέθανε έγινε η περιουσία του πλιάτσικο από αυτούς στους οποίους είχε δανείσει. Ο Σκρουτζ γίνεται ένα ψυχικό ράκος. Η αδελφή του, το φάντασμα του μέλλοντος, τον πείθει ότι μπορεί να τα αλλάξει όλα αρκεί να θέλει. Υπέροχη φωνή, συγκινητική ερμηνεία, στο ελπιδοφόρο αυτό τραγούδι της αλλαγής και της ουσιαστικής αξιακής μεταστροφής.

Ο Σκρουτζ όμως φάνηκε τυχερός καθώς του δίνεται η ευκαιρία να επανορθώσει και αυτός το κάνει. Με μια συστολή του χωροχρόνου σβήνει τις παιδικές του πληγές, ξεπερνά την ατελείωτη εσωτερική του μοναξιά, κάνοντας αυτός το πρώτο βήμα με τους ανθρώπους γύρω του ζητώντας συγγνώμη από αυτούς που πίκρανε οδηγώντας τους στη φτώχεια και στο θάνατο. Έτσι καταφέρνει να αποσοβήσει ένα θλιβερό, μοναχικό τέλος για τον ίδιο, κάνοντας δώρα και διασκεδάζοντας τους φίλους του, αυτούς που αγαπά και τον αγαπούν, ξανακερδίζοντας δηλαδή τη ζωή, με μια δεύτερη ευκαιρία που του δόθηκε κι εκείνος αξιοποίησε.

Στην πραγματική ζωή, θέλει κόπο πολύ για να αποφευχθεί η εκμετάλλευση, να επικρατήσει η δικαιοσύνη, να διαφυλαχθούν τα δικαιώματα των ανθρώπων, των εργαζομένων, που καθημερινά απειλούνται. Θέλει προσπάθεια να μείνει κάποιος ακέραιος, έντιμος, να μη γίνει εκμεταλλευτής απαξιώνοντας πρώτα τον εαυτό του. Ο  άνθρωπος καλείται να θυμηθεί την ανώτερη φύση του μακριά από έχθρες ζηλοφθονίες, πολέμους και θάνατο.

Μάλλον με όλα αυτά υπ΄όψιν έγινε η διδασκαλία των ηθοποιών και η ερμηνεία τους, η μελέτη των ρόλων συντελέστηκε με μεγεθυντικό φακό. Διεισδυτική η ματιά του σκηνοθέτη Γιάννη Μόσχου, ο οποίος εμβάθυνε στο κείμενο, στους ρόλους, στην εποχή και έδωσε μια νέα άποψη για το εμβληματικό αυτό έργο των παιδικών μας χρόνων.

Η αλλαγή του Σκρουτζ γίνεται σταδιακά επί σκηνής και είναι αυτό που συγκινεί τους θεατές. Όλοι ξέρουν τι θα συμβεί, όμως βρίσκονται αγκιστρωμένοι πάνω στην ερμηνεία των ηθοποιών, την υπέροχη σκηνοθεσία, τα ευφάνταστα, λειτουργικά, καλαίσθητα σκηνικά, με μια ολόκληρη πόλη να αποκαλύπτεται σε περιστροφική σκηνή, με το σπίτι του καθενός, να ανοίγει σαν κάποια παλιά παιχνίδια, σπίτια με δωμάτια, που κατοικούνται από διάφορους ανθρώπους. Καταπληκτική ιδέα, που ταξιδεύει το θεατή στην παιδική του ηλικία.

Όλα αυτά βέβαια με τη μαγεία της μουσικής του Θοδωρή Οικονόμου, στην οποία έδωσε ψυχή η ζωντανή ορχήστρα με την καθοδήγηση του ίδιου και βέβαια οι ερμηνείες των ηθοποιών.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ