Κριτική για την παράσταση "Πέρσες"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Με ένα νέο σκεπτικό αντιμετώπισε ο Δημήτρης Καραντζάς την αρχαιότερη σωζόμενη τραγωδία, τους « Πέρσες» του Αισχύλου. Με μια επίλεκτη ομάδα ηθοποιών τον Χρήστο Λούλη( Αγγελιαγόρος), τον Γιώργο Γάλλο( Δαρείος), τον Μιχάλη Οικονόμου, την Αλεξία Καλτσίκη, την Θεοδώρα Τζήμου, τον Γιάννη Κλίνης, τον Αινεία Τσαμάτη, τον Ηλία Μουλά, τον Μάνο Πετράκη, τον Τάσο Καραχάλιο, τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, τον Γιώργο Πουλιο και βέβαια την μοναδική Ρένη Πιττακή (Άτοσσα )συγκλόνισε, συντάραξε στην κυριολεξία την Επίδαυρο. Η μετάφραση είναι εκείνη η ιστορική του Παναγιώτη Μουλλά που χρησιμοποίησε ο Κουν το 1987, όπου και τότε έπαιζε την Άτοσσα η Ρένη Πιττακή. Ο σκηνοθέτης αναρωτήθηκε πάνω στο παράλογο του πολέμου, την ασχήμια του, την οδύνη, την απελπισία, την αισχρή ανευθυνότητα ενός υπερφίαλου και τρελού ταγού, που παίρνει τον κόσμο στο λαιμό του και πέτυχε. Η παράσταση ήταν γροθιά στο στομάχι. Ενέταξε την θεατρική δράση και το κοινό, 40 πολίτες εθελοντές, εντάσσοντας πλήρως την κοινωνία στο θέατρο και το θέατρο στην κοινωνία. Όλα είναι πράξη πολιτική. Η θεατρική δράση εξαπλώθηκε σε όλο το χώρο του θεάτρου της Επιδαύρου και ακόμα πιο πέρα. Στο τέλος ο λαός, ηθοποιοί και μη ζήτησαν σαν ενιαίο σώμα την ευθύνη από τον ηγέτη, τον επικίνδυνο εξουσιαστή των ζωών τους.

Σε κεκλιμένο, επισφαλές επίπεδο σταθερά περιμένει ένα μέλος του Χορού, η Αλεξία Καλτσίκη, πλησιάζει σαν χαμένη, αναζητώντας κάποιο έρεισμα, μόνη επί σκηνής, απαγγέλλοντας ένα ποίημα της Ιρανής ποιήτριας Forugh Farrokhzad, ενώ σιγά σιγά έρχονται ομοίως και τα άλλα μέλη του Χορού, άμαχοι, όσοι έμειναν πίσω περιμένοντας τους δικούς τους ανθρώπους να επιστρέψουν από μια φιλόδοξη εκστρατεία. Είναι φανερή η αγωνία τους, η ταραχή τους, η απόγνωσή τους. Είναι συγκλονισμένοι, ο επιτονισμός στο λόγο τους κάνει φανερή τη μοναξιά τους, την ορφάνια τους. Τους λείπουν οι άνθρωποί τους και ανησυχούν για αυτούς που λείπουν στον πόλεμο, ο ήχος, ο θρήνος , ο οδυρμός γίνεται εκκωφαντικός. Το άνθος των ανδρών έφυγε από τη γη της Περσίας και το μόνο που θα ήθελαν όσοι έμειναν πίσω μόνο ένα παράθυρο να βλέπουν τον κόσμο, να μαθαίνουν τι έχει γίνει. Νιώθουν απειλημένοι, αλλά δεν μπορούν να εστιάσουν στην απειλή , ούτε στην πηγή της.

Ο στρατός της Περσίας ήταν πάντα αήττητος, όμως αντιλαμβάνονται ή μάλλον νιώθουν ότι κάτι συμβαίνει πολύ δυσάρεστο κι ας βρίσκονται μακριά. Οι φωνές τους, τα ουρλιαχτά τους ταράζουν τους θεατές. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς, έκανε αυτή την ανάγνωση στο έργο του Αισχύλου, τον οδυρμό και την απελπισία, την απόλυτη τρέλα στην οποία οδηγούνται οι άνθρωποι μέσα σε έναν πόλεμο. Έδειξε τον σπαραγμό των μετόπισθεν. Ουρλιάζουν στα μικρόφωνα, φοβούνται ότι εκεί που έχει συρθεί ο στρατός τους , τα παιδιά τους, η οικογένειά τους, οι φίλοι τους δεν θα ξαναγυρίσουν.

Η Άτοσσα (Ρένη Πιττακή), «η ψυχρή ευγενική φωνή της εξουσίας» ατάραχη με κοστούμι στελέχους εταιρίας, θέλει με κάθε τρόπο να υπερασπιστεί το γιο της Ξέρξη και τις ματαιόδοξες και υπερφίαλες εκστρατείες του, καθώς πήγε να κυριεύσει τη γη των Ιώνων, βάζοντας σε κίνδυνο τους δικούς του ανθρώπους. Βλέπει ένα δυσοίωνο όνειρο και είναι και αυτή όπως και ο λαός πολύ ανήσυχη. Δεν επιτρέπει ωστόσο στον κόσμο που θα έχει χάσει τους δικούς του ανθρώπους στον πόλεμο να ζητήσουν το λόγο από τον γιο της.

Ο Αγγελιαφόρος (Χρήστος Λούλης) έρχεται από μακριά αργά και αναγγέλλει την πανωλεθρία των Περσών στη Σαλαμίνα. Η παρουσία του είναι καταλυτική, με μια δυναμική διήγηση ακούμε την εξέλιξη της μάχης. «Χάθηκε το άστρο των Περσών! Αμέτρητοι νεκροί βρήκαν θάνατο στη Σαλαμίνα». Κυκλώνεται από ένα μεγάλο, πολύχρωμο πλήθος κόσμου, ανήσυχο να μάθει για τους ανθρώπους του. Άπειρες κραυγές, τεράστιος πόνος. Εξαιρετική η ερμηνεία του. Σπάει η φωνή του « Τόσοι άνθρωποι ποτέ δεν χάθηκαν σε μια μόνη μέρα!». Εξουθενωμένος καταρρέει, ενώ η Άτοσσα μιλά για τη μισητή μοίρα που τιμώρησε τους Πέρσες και με βάδισμα που είναι πάντα κυριαρχικό, αλλά που δείχνει κάπως να χάνει, θα ετοιμάσει χοές για τους νεκρούς, ενώ ζητά από αυτούς που τώρα έχουν χάσει τους ανθρώπους τους, να παρηγορήσουν το παιδί της. Αποκύημα ο Ξέρξης μιας μωροφιλόδοξης μάνας, που πίσω από εκείνον με παραμύθια που του φουσκώνουν τα μυαλά κινεί τα νήματα και τώρα φοβάται μην αυτοκτονήσει εκείνος που παρέσυρε στο θάνατο το λαό του.

Το σκηνικό του πολέμου, οι ιαχές, η σταδιακά αυξανόμενη ένταση, η οργή, η εκδίκηση του λαού, είναι τόσο γνώριμα στην παγκόσμια επικαιρότητα με τους κρατήρες αναίτιων πολέμων γύρω τριγύρω. Ο κόσμος όλος, άνθρωποι που προέρχονται από τις θέσεις των θεατών, από το δάσος, από παντού οργισμένοι σηκώνουν τον πόνο τους στα ουράνια και εξεγείρονται. Εκεί που εναγώνια ρώταγαν τον Αγγελιαφόρο για τους ανθρώπους τους, λέγοντας και ξαναλέγοντας τα ονόματά τους, τώρα φωνάζουν κατηγορηματικά το όνομα του υπαίτιου της καταστροφής, του Ξέρξη. Το τρίτο στάσιμο έχει αντικατασταθεί –με τη συνεργασία της Γκέλυς Καλαμπάκα στη δραματουργία‒ με στίχους σημαντικών ποιητών όπως ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Έλιοτ, ο Βαβούρης, η Καρέλλη, ο Πέρσι Σέλεϊ κ.ά. και εντείνεται η άμεση στόχευση στο επίκαιρο και διαχρονικό.

 Η Άτοσσα και ο Χορός καλούν το φάντασμα του Δαρείου για να τους καθοδηγήσει. Το κεκλιμένο επίπεδο σηκώνεται αργά και φωτίζεται μυσταγωγικά ο Κάτω Κόσμος. Όλοι έρποντας πάνω του εκλιπαρούν για τα λόγια του νεκρού βασιλιά, κλονισμένοι από τον χαμό των ανθρώπων τους. Ο Δαρείος (Γιώργος Γάλλος) με μια υπέροχη φωνή και πλάτη στο κοινό, αφού είναι νεκρός, σε μια συνάντηση με την Άτοσσα καταδικάζει την ύβρη του Ξέρξη, που θέλησε να δαμάσει φύση και ανακοινώνει με τονισμό μεταφυσικό περισσότερες συμφορές για τον αλαζόνα γιο του. Με την άφιξη του Ξέρξη (Μιχάλης Οικονόμου), κορυφώνεται η συντριβή. Εμφανίζεται μέσα από τους θεατές, καταρρακωμένος, συντεθλιμμένος, απολογητικός. Το πλήθος πέφτει πάνω του και του ζητά τον λόγο όχι δεν θα γίνονται όλα για εκείνους χωρίς εκείνους. Ο φόβος, ο πόνος, η θλίψη, η τρέλα, η εκδίκηση, το αναπάντητο γιατί τον σέρνει έξω από τη σκηνή.

Μια συγκλονιστική παράσταση με πολιτική πρόταση αφύπνισης και ενεργοποίησης. Ο καννιβαλιστικός διωγμός από τη σκηνή του Ξέρξη, η απουσία των Γερόντων, συμπαραστατών της Άτοσσας, η αντικατάστασή του από ανθρώπους του λαού και από εθελοντές που κατέκλυσαν το χώρο, τα σύγχρονα ρούχα, η προσθήκες ποιημάτων και τα ουρλιαχτά στα μικρόφωνα κάνουν ξεκάθαρη τη θέση του σκηνοθέτη στον 21ο αιώνα που διανύουμε.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ